-
1 проинформировать
πληροφορώ, ενημερώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проинформировать
-
2 ввести
ввести 1) εισάγω \ввести в га вань εισπλέω 2) (устано вить) καθιερώνω, εγκαθιστώ \ввести в действие (в строй ) θέτω (ала βάζω) σε ενέργεια (σε κίνηση) ◇ \ввести кого-л. в курс... πληροφορώ (ала ενημερώνω) κάποιον...* * *1) εισάγωввести́ в га́вань — εισπλέω
2) ( установить) καθιερώνω, εγκαθιστώввести́ в де́йствие (в строй) — θέτω ( или βάζω) σε ενέργεια (σε κίνηση)
••ввести́ кого́-л. в курс... — πληροφορώ ( или ενημερώνω) κάποιον…
-
3 донести
I донести II (сделать донесение) αναφέρω, πληροφορώ II донести Ι (до какого-л. места ) φέρω (или. κουβαλώ) ως...* * *I(до какого-л. места) φέρω ( или κουβαλώ) ως...II( сделать донесение) αναφέρω, πληροφορώ -
4 известность
известность ж η φήμη, η διασημότητα пользоваться -ю έχω τη φήμη ◇ поставить в -πληροφορώ, γνωστοποιώ* * *жη φήμη, η διασημότηταпо́льзоваться изве́стностью — έχω τη φήμη
••поста́вить в изве́стность — πληροφορώ, γνωστοποιώ
-
5 информировать
-
6 передавать
передавать, передать 1) μεταδίνω, παραδίνω· \передавать письмо παραδίνω την επιστολή· \передавать привет διαβιβάζω χαιρετισμούς 2) (сообщать) ανακοινώνω, πληροφορώ· \передавать по радио μεταδίνω από το ραδιόφωνο 3) спорт, πασάρω, περνώ την μπάλα* * *= передать1) μεταδίνω, παραδίνωпередава́ть письмо́ — παραδίνω την επιστολή
передава́ть приве́т — διαβιβάζω χαιρετισμούς
2) ( сообщать) ανακοινώνω, πληροφορώпередава́ть по ра́дио — μεταδίνω από το ραδιόφωνο
3) спорт. πασάρω, περνώ την μπάλα -
7 сведение
сведение с 1) η πληροφορία, η είδηση; довести до \сведениея ειδοποιώ, γνωστοποιώ, πληροφορώ; принять к \сведениею παίρνω υπόψη, σημειώνω ιδιαίτερα 2) мн.: \сведениея (познания) τα στοιχεία, τα δεδομένα* * *с1) η πληροφορία, η είδησηдовести́ до све́дения — ειδοποιώ, γνωστοποιώ, πληροφορώ
приня́ть к све́дению — παίρνω υπόψη, σημειώνω ιδιαίτερα
2) мн.све́дения (познания) — τα στοιχεία, τα δεδομένα
-
8 сообщить
сообщить ανακοινώνω, γνωστοποιώ; πληροφορώ, μεταδίνω (передать кому-л.)* * *ανακοινώνω, γνωστοποιώ; πληροφορώ, μεταδίνω (передать кому-л.) -
9 уведомить
-
10 осведомить
-млго, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осведомленный, βρ: -млн, -лена, -лено; ρ.σ.μ. πληροφορώ• κατατοπίζω, ενημερώνω•собравшихся о случившемся πληροφορώ τους συγκεντρωθέντες για το συμβάν.
πληροφορούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
11 информирование
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > информирование
-
12 уведомлять
ειδοποιώ, πληροφορώ, αναγγέλλω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уведомлять
-
13 довести
довести 1) (проводить) συνοδεύω· οδηγώ (сопровождать)' я вас доведу до... θα σας συνοδέψω ως (или μέχρι)...· 2) (до кокого-л. состояния) κάνω να...· \довести дело до* * *1) ( проводить) συνοδεύω; οδηγώ ( сопровождать)я вас доведу́ до... — θα σας συνοδέψω ως ( или μέχρι)
2) (до какого-л. состояния) κάνω να…довести́ де́ло до конца́ — αποτελειώνω, αποπερατώνω, ολοκληρώνω
довести́ до отча́яния — κάνω έξω φρενών
••довести́ до све́дения — ενημερώνω, πληροφορώ
-
14 известность
извест||ностьж ἡ διασημότητα, ἡ φήμη, ἡ δόξα; пользующийся мировой \известностьностъю πού ἔχει παγκόσμια φήμη, πού εἶναι παγκόσμια γνωστός· поставить кого́-л. в \известностьность γνωστοποιώ σέ κάποιον, ἐ!δοποιῶ, πληροφορώ, κάνω γνωστό. -
15 извещать
извещ||атьнесов πληροφορώ, ἀγγέλλω, ἀναγγέλλω, είδοποιώ, γνωστοποιώ, γνωρίζω. -
16 информировать
информироватьсов и несов πληροφορώ, κατατοπίζω. -
17 неправильно
непра́вильн||онареч1. (не по правилам) ἀντικανονικά [-ῶς], ἀνώμαλα·2. (неверно) ὄχι σωστά, λαθεμένα, λανθασμένα / ἐσφαλμένα [-ως], στραβά (ошибочно):\неправильно информировать δέν πληροφορώ σωστά· \неправильно истолковывать παρερμηνεύω, παρεξηγώ· \неправильно понимать παρανοώ, παρεξηγώ, παρεννοώ· \неправильно судить κρίνω λαθεμένα· \неправильно цитировать παραθέτω διαστρεβλωμένα· \неправильно произносить προφέρω λαθεμένα. -
18 оповестить
оповеститьсов, оповещать несов πληροφορώ, ἐϊδοποιώ. -
19 осведомлять
осведом||лятьнесов πληροφορώ, κατατοπίζω. -
20 уведомлять
уведом||лятьнесов εἰδοποιώ, πληροφορώ.
См. также в других словарях:
πληροφορώ — πληροφορώ, πληροφόρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πληροφορώ — έω, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. 1. παρέχω πληροφορίες, ειδήσεις, ενημερώνω, γνωστοποιώ 2. παθ. πληροφορούμαι έομαι λαμβάνω ειδήσεις, μαθαίνω αρχ. 1. φέρω πλήρες μέτρο, ικανοποιώ εντελώς 2. βεβαιώνω, παρέχω πλήρη ασφάλεια 3. εκπληρώνω, εκτελώ 4. παθ. α) (για … Dictionary of Greek
πληροφορώ — πληροφόρησα, πληροφορήθηκα, πληροφορημένος 1. δίνω πληροφορίες σε κάποιον, ειδοποιώ, ενημερώνω: Μας πληροφόρησαν πως έρχεται σήμερα στην πόλη μας ο υπουργός. 2. το μέσ., πληροφορούμαι παίρνω, δέχομαι ειδήσεις, πληροφορίες: Πληροφορηθήκαμε πως… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πληροφορῶ — πληροφορέω bring full measure pres subj act 1st sg (attic epic doric) πληροφορέω bring full measure pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναδιδάσκω — (Α ἀναδιδάσκω) διδάσκω εκ νέου, με διαφορετικό ή καλύτερο τρόπο αρχ. μσν. διδάσκω, καθοδηγώ, πληροφορώ αρχ. Ι. ενεργ. 1. ερμηνεύω, εξηγώ 2. φρ. «ἀναδιδάσκω δράμα», το παρουσιάζω εκ νέου στη σκηνή ΙΙ. παθ. 1. διδάσκομαι, πληροφορούμαι καλύτερα… … Dictionary of Greek
ανακοινώνω — (Α ἀνακοινῶ, όω) γνωστοποιώ, αναγγέλλω, πληροφορώ αρχ. Ι. (ενεργ. και μέσ.) 1. μεταδίδω, μεταβιβάζω 2. συμβουλεύομαι, ρωτώ ΙΙ. μέσ. επικοινωνώ, ενώνομαι, συγκοινωνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κοινῶ. ΠΑΡ. ανακοίνωση( ις) νεοελλ. ανακοινωθέν,… … Dictionary of Greek
γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek
διακελεύομαι — (AM) (Μ και διακελεύω) 1. προτρέπω, παρακινώ, δίνω διαταγή 2. πληροφορώ, συμβουλεύω αρχ. (σε αλληλοπάθεια) εμψυχώνω αμοιβαία, ενθαρρύνω αμοιβαία … Dictionary of Greek
διαφωτίζω — (ΑΝ) 1. φωτίζω εντελώς 2. πληροφορώ με σαφήνεια, διευκρινίζω νεοελλ. απαλλάσσω από την πλάνη τών προλήψεων αρχ. 1. (για τον ήλιο) φωτίζω ανατέλλοντας 2. αποκαθαίρω («πολλῷ δ ἀγώνι και βίᾳ διαφωτίσας τὸν τόπον», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
είδηση — Σύντομο κείμενο που παρέχει πληροφορίες για ένα γεγονός. Περιέχει τρία στοιχεία: ένα συμβάν, ένα ρεπορτάζ (που μπορεί να μεταφέρει τη γνώση για το συμβάν) και ένα ακροατήριο (αναγνώστες, ακροατές ή θεατές), στο οποίο προσφέρεται το ρεπορτάζ μέσω… … Dictionary of Greek
ειδοποιώ — ( έω) (Α εἰδοποιῶ, έω) νεοελλ. γνωστοποιώ, πληροφορώ, αναγγέλλω αρχ. 1. δίνω σε κάτι χαρακτηριστική, τυπική μορφή 2. χαρακτηρίζω 3. απεικονίζω, περιγράφω 4. προσθέτω ειδικές λεπτομέρειες … Dictionary of Greek