Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πλημυρίς

См. также в других словарях:

  • πλημυρίς — πλημμυρίς fem nom sg πλημυρίς rise of the sea fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημυρίς — ίδος, ἡ, Α βλ. πλημμυρίδα …   Dictionary of Greek

  • πλημμυρίδα — η / πλημμυρίς, ίδος, ΝΜΑ, και πλήμυρις Α η φάση τής παλίρροιας κατά την οποία η στάθμη τής θάλασσας ανυψώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από τον τ. πλήμη* «πλημμυρίδα» (< πίμπλημι) πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *πλημυρός κατά το σχήμα ἁλμυρίς …   Dictionary of Greek

  • μυρίος — ία, ίο και μύριος, ια, ο (ΑΜ μυρίος, ία, ίον και μύριος, ία, ίον, Α θηλ. και μυρίος και αιολ. τ. μυρίη, Μ και μύριος, ια, ο) 1. (ως αριθμ. επίθ., συν. στον πληθ., προπαροξύνεται κατά τους αρχ. και μτγν. γραμματικούς ως προπαροξύτονο σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • μύρω — (ΑΜ μύρω) (συν. το μέσ.) μύρομαι α) οδύρομαι, χύνω δάκρυα, κλαίω («ἥ γε ξὺν παιδὶ καὶ ἀμφιπόλῳ εὐπέπλῳ πύργῳ ἐφεστήκει γοόωσά τε μυρομένη τε», Ομ. Ιλ.) β) (μτθ.) θρηνώ, μοιρολογώ κάποιον (μσν. αρχ.) στάζω αρχ. (για ποταμό) τρέχω, ρέω, κυλώ,… …   Dictionary of Greek

  • πλημμυρία — και πλημυρία και ιων. τ. πλημμυρίη, ἡ, Α ιατρ. η παθολογική αύξηση τού όγκου, τής ποσότητας («πλημμυρίης τῶν οὔρων», Αρετ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. σπανιότερος τ. τής λ. πλημυρίς / πλημμυρίς] …   Dictionary of Greek

  • πλημμύρα — Η ανύψωση της στάθμης των νερών ποταμού, λίμνης ή θάλασσας και η έξοδός τους από την κοίτη τους. Η π. οφείλεται συνήθως σε κλιματολογικές συνθήκες με τη βοήθεια και της μορφολογίας του εδάφους. Αίτια είναι οι ραγδαίες και διαρκείς βροχές, η… …   Dictionary of Greek

  • πλημυρίδα — πλημμυρίς fem acc sg πλημυρίς rise of the sea fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημυρίδας — πλημμυρίς fem acc pl πλημυρίς rise of the sea fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημυρίδος — πλημμυρίς fem gen sg πλημυρίς rise of the sea fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημυρίδων — πλημμυρίς fem gen pl πλημυρίς rise of the sea fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»