-
1 πληκτικός
πληκτικός, 1) zum Schlagen, Streiten geschickt, geneigt; ϑήρα, mit Schlagen ausgeführt, Plat. Soph. 200 c, u. öfter; φιλολοίδορον μᾶλλον καὶ πληκτικώτερον, Arist. H. A. 9, 1. – 2) übertr. was schlagend auf die Sinne wirkt, betäubend, eben so was schlagend auf den Verstand wirkt, treffend, überzeugend, Sp., wie Plut. u. oft S. Emp.
-
2 πληκτικος
31) готовый наносить удары, драчливый(γυνή, σκόρπιος Arst.)
2) совершаемый с помощью ударов (острогой)θήρα πληκτική Plat. — ловля рыб острогой
3) побудительный(δύναμις Plut.)
4) резкий, сильный(ἀρώματα Sext.)
5) яркий, отчетливый(φαντασία Sext.)
6) возбуждающий, пьянящий(π. καὴ μανικός, sc. οἶνος Plut.)
-
3 πληκτικός
πληκτικόςof: masc nom sg -
4 πληκτικός
-
5 πληκτικός
η, ό[ν] скучный, наводящий скуку -
6 πληκτικός
[пликтикос] επ наводящий скуку, скучный. -
7 πληκτικός
A of, for, or by striking, π. θήρα fishing by means of spearing, Pl.Sph. 220d; ἡ πληκτική, τὸ πληκτικόν [μέρος], ib. 220e, 221b;π. δύναμις Epicur.Fr. 308
.2 ready to strike, given to striking, π. [ὁ σκορπίος] Arist.Fr. 331;γυνὴ ἀνδρὸς.. πληκτικώτερον Id.HA 608b10
.II metaph., striking the senses, overpowering, οἶνος, τροφή, Ath.1.27a, Philum.Ven.9;π. τῇ ὀσμῇ Dsc.1.15
, cf. S.E.P.1.125 ([comp] Comp.); of whitewashed rooms, Antyll. ap. Orib.9.13.5;τὸ π.
overpowering effect,Plu.
2.693b, cf. 367c, 735d (cj.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πληκτικός
-
8 πληκτικός
sıkıcı, usandırıcı, bıktırıcı -
9 πληκτικός
1) dull2) tediousΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πληκτικός
-
10 παρα-πληκτικός
παρα-πληκτικός, ή, όν, an einer Seite, an einem Theile des Leibes vom Schlage gerührt und gelähmt, Hippocr. u. sp. Medic., auch im adv.
-
11 κατα-πληκτικός
κατα-πληκτικός, ή, όν, zum Niederschlagen, Erschrecken geeignet; προςβολή Pol. 3, 13, 6; κραυγή 11, 16, 2 u. öfter; in Furcht u. Staunen setzend, εὐπρόςωπος οὖσα καὶ καταπληκτική Macho bei Ath. XIII, 578 c; Bewunderung erregend, Pol. 4, 28, 6; ὄψις Plut. Lyc. 22 (vgl. φοβερός). – Adv., καταπληκτικῶς πολεμεῖν, λέγειν, Pol. 3, 41, 3. 4, 85, 2.
-
12 ἀπο-πληκτικός
ἀπο-πληκτικός, zum Schlagfluß geneigt, apoplectisch, Medic.; Arist. rhet. 3, 10.
-
13 ἐπι-πληκτικός
ἐπι-πληκτικός, ή, όν, zum Strafen, Tadeln geneigt; Schol. Soph. Tr. 446; D. L. 4, 63; Clem. Al.; adv., D. Sic. 17, 114.
-
14 ἐμ-πληκτικός
ἐμ-πληκτικός, ή, όν, leicht zu erschrecken, in Staunen zu versetzen; καὶ ἀνόητα ϑέατρα Plut. Symp. 9, 15 E. Dah. thöricht, im superl. Sull. 34.
-
15 ἐκ-πληκτικός
ἐκ-πληκτικός, ή, όν, erschreckend, betäubend; ϑόρυβος Thuc. 8, 92; oft bei Pol.; τοῖς ἐχϑροῖς, Xen. Hipparch. 8, 18. – Adv. ἐκπληκτικῶς, furchtbar, D. Sic. 14, 25; ἀποδέχεσϑαί τινα, mit Staunen u. Bewunderung, Pol. 10, 5, 2; ἐκπληκτικωτάτως, Ael. N. A. 11, 32.
-
16 πληκτικά
πληκτικόςof: neut nom /voc /acc plπληκτικά̱, πληκτικόςof: fem nom /voc /acc dualπληκτικά̱, πληκτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
17 πληκτικώτερον
πληκτικόςof: adverbial compπληκτικόςof: masc acc comp sgπληκτικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
18 πληκτικωτάτων
πληκτικόςof: fem gen superl plπληκτικόςof: masc /neut gen superl pl -
19 πληκτικωτέρων
πληκτικόςof: fem gen comp plπληκτικόςof: masc /neut gen comp pl -
20 πληκτικόν
πληκτικόςof: masc acc sgπληκτικόςof: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
πληκτικός — πληκτικός, ή, ό και πληχτικός, ή, ό αυτός που προκαλεί πλήξη, ανία, ανιαρός, ενοχλητικός, κουραστικός: Πληχτικό περιβάλλον, σπίτι κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πληκτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικός — ή, ό / πληκτικός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που προκαλεί πλήξη, ο ανιαρός (α. «πληκτικός άνθρωπος» β. «πληκτική παράσταση» γ. «πληκτικό μέρος» δ. «τῆ ὀσμῇ πληκτικόν», Διοσκ.) αρχ. 1. ο κατάλληλος να πλήξει, να χτυπήσει («πληκτικὴ δύναμις», Επίκ.) 2. ο… … Dictionary of Greek
πληκτικά — πληκτικός of neut nom/voc/acc pl πληκτικά̱ , πληκτικός of fem nom/voc/acc dual πληκτικά̱ , πληκτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικώτερον — πληκτικός of adverbial comp πληκτικός of masc acc comp sg πληκτικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικωτάτων — πληκτικός of fem gen superl pl πληκτικός of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικωτέρων — πληκτικός of fem gen comp pl πληκτικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικῶν — πληκτικός of fem gen pl πληκτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικόν — πληκτικός of masc acc sg πληκτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικώτατα — πληκτικός of adverbial superl πληκτικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικώτατον — πληκτικός of masc acc superl sg πληκτικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)