-
1 πλευρο-τυπής
πλευρο-τυπής, ές, die Seiten, Rippen schlagend, κέλαδος, Mel. 72 (XII, 137), des Hahns.
-
2 πλευροτυπής
πλευρο-τυπής, ές, die Seiten, Rippen schlagend
См. также в других словарях:
μηροτυπής — μηροτυπής, ές (Α) αυτός που χτυπάει τους μηρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + τυπής (< τύπτω «χτυπώ» πρβλ. πλευρο τυπής, χειρο τυπής] … Dictionary of Greek