1 πλευροτυπης
(κέλαδος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь > πλευροτυπης
μηροτυπής — μηροτυπής, ές (Α) αυτός που χτυπάει τους μηρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + τυπής (< τύπτω «χτυπώ» πρβλ. πλευρο τυπής, χειρο τυπής] … Dictionary of Greek