Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πλευρίζω

См. также в других словарях:

  • πλευρίζω — πλευρίζω, πλεύρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλευρίζω — Ν [πλευρό] 1. (για πλοίο) δένω, αράζω στο πλευρό τής προκυμαίας ή άλλου πλοίου 2. πλησιάζω κάποιον για να επιτύχω προσωπικό κέρδος, διπλαρώνω …   Dictionary of Greek

  • πλευρίζω — πλεύρισα 1. για πλεούμενα, αγκυροβολώ, πλησιάζω με την πλευρά παράλληλα στην προκυμαία ή πλάι σε άλλο πλοίο: Τη νύχτα πλεύρισε μια βάρκα στην ερημική ακτή και πήρε δυο άτομα. 2. για πρόσωπα, πλησιάζω κάποιον με τρόπο, διπλαρώνω: Τον πλεύρισε και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακοστάρω — (για πλοία και βάρκες) πλευρίζω στην παραλία, την αποβάθρα ή σε άλλο πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. accostare «πλησιάζω, προσεγγίζω». ΠΑΡ. νεοελλ. ακοστάρισμα, ακοστάριστος] …   Dictionary of Greek

  • ακρίζω — (Α ἀκρίζω) νεοελλ. 1. οδηγώ σε μιαν άκρη, απομονώνω κάποιον 2. αποσύρομαι σε μιαν άκρη, παραμερίζω 3. (για πλεούμενο) πλευρίζω μσν. 1. τρώω τις άκρες 2. κόβω την άκρη αρχ. βαδίζω στις μύτες τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρος. ΠΑΡ. αρχ. ἄκρισμα. ΣΥΝΘ …   Dictionary of Greek

  • διπλαρώνω — 1. παίρνω θέση στο πλάι, πλησιάζω κάποιον με υστεροβουλία 2. ναυτ. φέρνω το πλοίο στο πλάι άλλου πλοίου ή κρηπιδώματος, πλευρίζω 3. (για πλοίο) καθώς φυσά ο άνεμος γέρνω προς τη μία πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *διπλάρω + (κατάλ.) ώνω] …   Dictionary of Greek

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

  • πλευρώνω — Ν πλευρίζω …   Dictionary of Greek

  • πλεύριση — η [πλευρίζω] το πλεύρισμα …   Dictionary of Greek

  • πλεύρισμα — το [πλευρίζω] 1. ναυτ. η παραβολή, χειρισμός προσπέλασης ενός πλοίου κατά μήκος προκυμαίας ή και άλλου πλοίου για φορτοεκφόρτωση, ανεφοδιασμό ή διακίνηση επιβατών 2. το να πλευρίζει, να πλησιάζει κανείς κάποιον με ιδιοτέλεια …   Dictionary of Greek

  • προβάρω — Ν 1. κάνω πρόβα, δοκιμάζω («πρόβαρα το πανταλόνι να δω αν μού κάνει») 2. ναυτ. πλευρίζω σε προκυμαία ή σε άλλο πλοίο, παραβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. provare (βλ. λ. πρόβα)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»