-
1 πλευρίζω
αμετ.1) приставать, становиться бок о бок, рядом; 2) пришвартовывать(ся); 3) приставать (к женщинам); 4) подъезжать (к кому-л.), уговаривать, обрабатывать (кого-л.) -
2 πλευρίζω
bordadan yanaşmak, yanına yaklaşmak -
3 πλευρίζω
abbé -
4 πλευρίζω
accostΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πλευρίζω
-
5 περι-πλευρίζω
περι-πλευρίζω, umarmen, Phryn. in B. A. 58.
-
6 пришвартовывать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пришвартовывать
-
7 пристать
-
8 причаливать
-
9 причаливать
αράζω, προσορμίζω, πλευρίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > причаливать
-
10 швартование
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > швартование
-
11 пришвартоваться
пришвартовать||сяπροσορμίζομαι, ἀράζω (μμετ.), πλευρίζω. -
12 accost
[ə'kost](to approach and speak to, especially in an unfriendly way: I was accosted in the street by four men with guns.) πλευρίζω, πλησιάζω απειλητικά -
13 solicit
[sə'lisit](to ask (for): People working for charities are permitted to solicit (money from) the public.) ζητώ/πλευρίζω -
14 tackle
['tækl] 1. noun1) (an act of tackling: a rugby tackle.) μαρκάρισμα2) (equipment, especially for fishing: fishing tackle.) σύνεργα (ψαρικής κλπ)3) (ropes, pulleys etc for lifting heavy weights: lifting tackle.) παλάγκο, τροχαλία4) (in sailing, the ropes, rigging etc of a boat.) ξάρτια ιστιοφόρου2. verb1) (to try to grasp or seize (someone): The policeman tackled the thief.) αρπάζω, κάνω να αρπάξω/ τα βάζω με2) (to deal with or try to solve (a problem); to ask (someone) about a problem: He tackled the problem; She tackled the teacher about her child's work.) επιλαμβάνομαι, αντιμετωπίζω (πρόβλημα: πλευρίζω (κάποιον) για να του θίξω κάποιο λεπτό θέμα3) (in football, hockey etc, to (try to) take the ball etc from (a player in the other team): He tackled his opponent.) μαρκάρω -
15 абордаж
-а α.επίπλους, πλεύρισμα σε εχθρικό σκάφοςбрать (взять) на абордаж επιπίπτω σε εχθρικό σκάφος• πλευρίζω• χτυπώ.
-
16 περιπλευρίζω
-
17 abbé
1) πλευρίζω2) ηγούμενος3) αράζω4) διπλαρώνω -
18 accost
1) διπλαρώνω2) πλευρίζω3) πλησιάζω
См. также в других словарях:
πλευρίζω — πλευρίζω, πλεύρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πλευρίζω — Ν [πλευρό] 1. (για πλοίο) δένω, αράζω στο πλευρό τής προκυμαίας ή άλλου πλοίου 2. πλησιάζω κάποιον για να επιτύχω προσωπικό κέρδος, διπλαρώνω … Dictionary of Greek
πλευρίζω — πλεύρισα 1. για πλεούμενα, αγκυροβολώ, πλησιάζω με την πλευρά παράλληλα στην προκυμαία ή πλάι σε άλλο πλοίο: Τη νύχτα πλεύρισε μια βάρκα στην ερημική ακτή και πήρε δυο άτομα. 2. για πρόσωπα, πλησιάζω κάποιον με τρόπο, διπλαρώνω: Τον πλεύρισε και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακοστάρω — (για πλοία και βάρκες) πλευρίζω στην παραλία, την αποβάθρα ή σε άλλο πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. accostare «πλησιάζω, προσεγγίζω». ΠΑΡ. νεοελλ. ακοστάρισμα, ακοστάριστος] … Dictionary of Greek
ακρίζω — (Α ἀκρίζω) νεοελλ. 1. οδηγώ σε μιαν άκρη, απομονώνω κάποιον 2. αποσύρομαι σε μιαν άκρη, παραμερίζω 3. (για πλεούμενο) πλευρίζω μσν. 1. τρώω τις άκρες 2. κόβω την άκρη αρχ. βαδίζω στις μύτες τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρος. ΠΑΡ. αρχ. ἄκρισμα. ΣΥΝΘ … Dictionary of Greek
διπλαρώνω — 1. παίρνω θέση στο πλάι, πλησιάζω κάποιον με υστεροβουλία 2. ναυτ. φέρνω το πλοίο στο πλάι άλλου πλοίου ή κρηπιδώματος, πλευρίζω 3. (για πλοίο) καθώς φυσά ο άνεμος γέρνω προς τη μία πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *διπλάρω + (κατάλ.) ώνω] … Dictionary of Greek
πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» … Dictionary of Greek
πλευρώνω — Ν πλευρίζω … Dictionary of Greek
πλεύριση — η [πλευρίζω] το πλεύρισμα … Dictionary of Greek
πλεύρισμα — το [πλευρίζω] 1. ναυτ. η παραβολή, χειρισμός προσπέλασης ενός πλοίου κατά μήκος προκυμαίας ή και άλλου πλοίου για φορτοεκφόρτωση, ανεφοδιασμό ή διακίνηση επιβατών 2. το να πλευρίζει, να πλησιάζει κανείς κάποιον με ιδιοτέλεια … Dictionary of Greek
προβάρω — Ν 1. κάνω πρόβα, δοκιμάζω («πρόβαρα το πανταλόνι να δω αν μού κάνει») 2. ναυτ. πλευρίζω σε προκυμαία ή σε άλλο πλοίο, παραβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. provare (βλ. λ. πρόβα)] … Dictionary of Greek