-
1 πλατειασμός
πλατειασμός, ὁ, die platte, breite Aussprache, bes. der Dorier, Quinctil. 1, 5, 32.
-
2 πλατειασμός
πλατειασμός, ὁ, die platte, breite Aussprache, bes. der Dorier -
3 ἰσχνότης
ἰσχνότης, ητος, ἡ, die Trockenheit, Magerkeit; τοῦ σώματος Arist. H. A. 7, 1; öfter bei den Medic. – Bei den Rhett. Gedrängtheit, Kürze, tenuitas. – In der Aussprache, das Verbeißen, Auslassen einzelner Buchstaben mit zu engem Munde, Ggstz πλατειασμός, Quinct. 1, 5, 32.
-
4 ἰσχνότης
ἰσχνότης, ητος, ἡ, die Trockenheit, Magerkeit. Bei den Rhett. Gedrängtheit, Kürze, tenuitas. In der Aussprache, das Verbeißen, Auslassen einzelner Buchstaben mit zu engem Munde, Ggstz πλατειασμός
См. также в других словарях:
πλατειασμός — και πλατυασμός, ο / πλατειασμός, ΝΑ [πλατειάζω] νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλατειάζω, η επέκταση τού λόγου με περιττές ή ανούσιες λέξεις ή φράσεις, περιττολογία, πολυλογία αρχ. η τραχιά, βαριά, δωρική προφορά τών λέξεων … Dictionary of Greek
πλατειασμός — ο περιττολογία, πολυλογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλατυασμός — ο, Ν βλ. πλατειασμός … Dictionary of Greek