Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πλατίστακος

См. также в других словарях:

  • πλατίστακος — the fish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατίστακος — ὁ, Α 1. το ψάρι μύλλος*. το μυλοκόπι 2. το ψάρι σαπέρδης* 3. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «πλατίστακος τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον» 4. χρησιμοποιείται ως λογοπαίγνιο τού Πλάτωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., ονομ. ψαριού η οποία πιθ. συνδέεται με τον τ …   Dictionary of Greek

  • πλατιστάκους — πλατίστακος the fish masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατίστακοι — πλατίστακος the fish masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπέρδης — ὁ, Α είδος θαλάσσιου ψαριού, αλλ. κορακίνος ή πλατίστακος. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»