-
21 ὀκτα-πλασίων
ὀκτα-πλασίων, ονος, = Vorigem?
-
22 ὁποσα-πλασίων
ὁποσα-πλασίων, ωνος, wie vielfach, Sp.
-
23 ὁσα-πλασίων
ὁσα-πλασίων, ον, = Vorigem (?).
-
24 ἐννεα-και-δεκα-πλασίων
ἐννεα-και-δεκα-πλασίων, ονος, neunzehnfach, Plut. plac. phil. 2, 25.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἐννεα-και-δεκα-πλασίων
-
25 ἑκατομ-πλασίων
ἑκατομ-πλασίων, ον, hundertfältig, VLL.
-
26 ἑκατοντα-πλασίων
ἑκατοντα-πλασίων, ον, hundertfach, hundertmal soviel, τινός Xen. Oec. 2, 3.
-
27 ἑξα-πλασίων
ἑξα-πλασίων, ονος, Sp., dasselbe.
-
28 ἐννεα-πλάσιος
ἐννεα-πλάσιος, neunfach, Ibyc. bei Ath. II, 39 b, wofür Eust. citirt ἐννεα-πλασίων.
-
29 εκατονταπλασιων
-
30 εννεακαιδεκαπλασιων
2, gen. ονος в девятнадцать раз больший, девятнадцатикратный Plut. -
31 επτακαιεικοσαπλασιων
-
32 οκτωκαιδεκαπλασιων
-
33 οκτωκαιεικοσαπλασιων
-
34 οσαπλασιων
-
35 πεντεκαιδεκαπλασιων
-
36 δεκαπλασίων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκαπλασίων
-
37 δωδεκαπλάσιος
δωδεκα-πλάσιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκαπλάσιος
-
38 εἰκοσαπλασίων
A twentyfold, Plu. 2.925c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰκοσαπλασίων
-
39 μυριοπλασίων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυριοπλασίων
-
40 πεντεκαιδεκαπλασίων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντεκαιδεκαπλασίων
См. также в других словарях:
πλασίων — πλάσις moulding fem gen pl (epic doric ionic aeolic) πλάσσω form fut part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οσαπλασίων — ὁσαπλασίων, ον (Α) όσες φορές περισσότερος ή όσες φορές μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσος + πλασίων (< πλάσιος με την κατάλ. τού συγκριτικού βαθμού ίων), πρβλ. μυριο πλασίων] … Dictionary of Greek
τοσαπλασίων — άσιον, Α τόσες φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + πλασίων (< πλάσιος* + επίθημα ίων, δηλωτικό τού συγκριτικού βαθμού), πρβλ. πολλα πλασίων. Η μορφή τού α συνθετικού είναι αναλογική προς τα δεκα , επτα ] … Dictionary of Greek
τρεισκαιδεκαπλασίων — και τρισκαιδεκαπλασίων, άσιον, Α ο δεκατρείς φορές μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + πλασίων (< πλάσιος* + ίων), πρβλ. πεντα πλασίων] … Dictionary of Greek
τριακονταεννεαπλασίων — άσιον, Α ο τριάντα εννέα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριακονταεννέα + πλασίων (< πλάσιος + επίθημα ίων), πρβλ. πεντα πλασίων] … Dictionary of Greek
οκτωκαιεικοσαπλασίων — ὀκτωκαιεικοσαπλασίων, ον (Α) αυτός που είναι είκοσι οκτώ φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + καὶ + εἴκοσι + πλασίων (< πλάσιος*), πρβλ. οκτωκαιδεκαπλασίων] … Dictionary of Greek
πενταπλασίων — ον, Α ο πενταπλάσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενταπλάσιος + κατάλ. συγκριτ. ιων (πρβλ. μυριο πλασίων)] … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκαπλασίων — ον, Α αυτός που είναι δεκαπέντε φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον άλλο, ο πεντεκαιδεκαπλάσιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαιδεκαπλάσιος + κατάλ. ίων, δηλωτική τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. δι πλασίων)] … Dictionary of Greek
χιλιοκαιπεντηκονταπλασίων — άσιον, Α αυτός που έχει πολλαπλασιαστεί με τον αριθμό 1050. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + καί + πεντήκοντα + πλασίων (< πλάσιος* + κατάλ. ίων τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. μυριο πλασ ίων)] … Dictionary of Greek
χιλιοκτακοσιογδοηκονταπλασίων — άσιον, Α αυτός που έχει πολλαπλασιαστεί με τον αριθμό 1880. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + ὀκτακόσια + ὀγδοήκοντα + πλασίων (< πλάσιος* + κατάλ. ίων τού συγκριτικού βαθμού), πρβλ. μυριο πλασ ίων] … Dictionary of Greek