-
1 πλάξ
πλάξ, ακός, ἡ, jeder platte, flache, breite Körper, Fläche; πόντου, Meeresfläche, Pind. P. 1, 24; πελαγία, Ar. Ran. 1434; κενώσας πᾶσαν ἠπείρου πλάκα, Aesch. Pers. 704; Eum. 285; Soph. O. R. 1103 u. öfter, der auch die Unterwelt nennt τὰν παγκευϑῆ κάτω νεκρῶν πλάκα, O. C. 1560; auch von einer Bergfläche, Ai. 1199, u. von der Spitze eines Thurms, ἀπ' ἄκρας ἧκε πυργώδους πλακός, Trach. 272; oft bei Eur., δικόρυφον πλάκα Bacch. 307, σεμνὰς πλάκας ναίοντες ὀρέων 717. – Der Grabstein, ὑπὸ πλακὶ τέϑαμμαι, Ep. ad. 649 (VII, 324). – Der irreg. dat πλαγκταῖς od. πλακταῖς für πλαξί ist sehr zw. bei Orph.
См. также в других словарях:
πλαξί — πλάξ anything flat and broad fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… … Dictionary of Greek
στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… … Dictionary of Greek