-
1 πλανεύω
(αόρ. (ε)πλάνεψα) μετ.1) вводить в заблуждение, обманывать; 2) обольщать, совращать, соблазнять -
2 πλανεύω
[планэво] р. обольщать, совращать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πλανεύω
-
3 πλανεύω
[планэво] ρ обольщать, совращать. -
4 соблазнить
-
5 совращать
совращ||атьнесов πλανεύω, ἀποπλανώ, παρασύρω, διαφθείρω:\совращать с пути (истинного) ἀποπλανώ, παρασύρω. -
6 совращать
[σαβραστσάτ*] ρ. πλανεύω, αποπλανώ -
7 совращать
[σαβραστσάτ'] ρ πλανεύω, αποπλανώ
См. также в других словарях:
πλανεύω — πλανεύω, πλάνεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πλανεύω — ΝΜ νεοελλ. 1. εξαπατώ, παραπλανώ κάποιον με ψεύτικες υποσχέσεις και κολακείες 2. (κατ έπέκτ.) δημιουργώ ψευδαισθήσεις σε κάποιον για κάτι («πώς μάς πλανεύει τ όνειρο τής ευτυχίας», Γρυπ.) 3. παρασύρω κάποιον στο κακό 4. (σχετικά με νεαρή κοπέλα)… … Dictionary of Greek
πλανεύω — πλάνεψα, πλανεύτηκα, πλανεμένος 1. εξαπατώ, ξεγελώ με υποσχέσεις ή καλοπιάσματα: Με πλάνεψαν τα λόγια του και τον πίστεψα. 2. αποπλανώ, διαφθείρω: Πλανεύει τα κορίτσια με τα γλυκόλογά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλάνεμα — το, Ν [πλανεύω] 1. η ενέργεια τού πλανεύω, απάτη, παραπλάνηση («κάθε στίχος πλάνεμα / και κάθε λόγος ψέμα», Παλαμ.) 2. (σχετικά με κοπέλα) αποπλάνηση, ερωτικό ξελόγιασμα … Dictionary of Greek
πλάνεψη — η, Ν [πλανεύω] το αποτέλεσμα τού πλανεύω, παραπλάνηση … Dictionary of Greek
αβρύνω — ἀβρύνω (Α) [αβρός] Ι. ενεργ. 1. κάνω κάτι αβρό, μαλακό 2. καλλωπίζω, ομορφαίνω, στολίζω 3. μεταχειρίζομαι κάποιον με λεπτότητα 4. παραπλανώ, πλανεύω κάποιον με τους καλούς μου τρόπους II. μέσ. 1. ζω μαλθακά 2. καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι … Dictionary of Greek
ηπεροπεύω — ἠπεροπεύω (Α) 1. με γοητευτικά λόγια και δελεαστική συμπεριφορά πλανεύω, ξεμυαλίζω γυναίκες, ώστε να συνάψουν ερωτικές σχέσεις μαζί μου 2. απατώ, εξαπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηπεροπεύς] … Dictionary of Greek
μαυλίζω — και μαυλάω (ΑM μαυλίζω) [μαύλις (Ι)] εξωθώ στην πορνεία, παρασύρω στην ανηθικότητα, εκμεταλλεύομαι πόρνη νεοελλ. 1. κράζω κότες ή άλλα κατοικίδια με ιδιαίτερο κράξιμο για το καθένα 2. προσελκύω θηράματα με μίμηση τής φωνής τους («σαν τα πουλιά,… … Dictionary of Greek
νοθεύω — (ΑΜ νοθεύω) [νόθος] 1. ενεργώ νοθεία, καταστρέφω τη γνησιότητα, κιβδηλεύω, παραποιώ («μὴ νοθεύσης τὴν αρετήν, μὴ περιφύγης τὸν κόπον», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. (σχετικά με τρόφιμα ή φάρμακα) αλλοιώνω τη σύσταση προσθέτοντας ξένη ουσία για εξαπάτηση και… … Dictionary of Greek
νοθισμοί — νοθισμοί, οί (Α) θέλγητρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από αμάρτυρο νοθίζω, μεταπλασμένο τ. τού νοθεύω στη σημ. «πλανεύω, δελεάζω»] … Dictionary of Greek
ντεσβιάρω — (Μ ντεσβιάρω) 1. κάνω κάποιον να ξεστρατίσει, να αποτραβηχτεί από κάτι 2. αποπλανώ, πλανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. desviar] … Dictionary of Greek