-
1 πλακών
πλάξanything flat and broad: fem gen plπλακόωface with: pres part act masc voc sg (doric aeolic)πλακόωface with: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)πλακόωface with: pres part act masc nom sgπλακόωface with: pres inf act (doric) -
2 πλακῶν
πλάξanything flat and broad: fem gen plπλακόωface with: pres part act masc voc sg (doric aeolic)πλακόωface with: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)πλακόωface with: pres part act masc nom sgπλακόωface with: pres inf act (doric) -
3 Πλάκων
Πλάκοςmasc gen pl -
4 πλάκων
πλακόωface with: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)πλακόωface with: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
5 πλάξ
A anything flat and broad, esp. flat land, plain,πᾶσαν ἠπείρου πλάκα A.Pers. 718
; Φλεγραίαν π. Id.Eu. 295; νυχίαν π., of Psyttaleia (fort. μυχίαν), Id.Pers. 953 (lyr.);πλακὸς ὑλίας Berl.Sitzb.1927.7
([dialect] Locr., v B.C.);νεκύων πλάκα S.OC 1564
(lyr.); νεκρῶν πλάκες ib. 1577 (lyr.); also of sea and sky, πόντου πλάξ the ocean- plain, Pi.P.1.24 ; ; ποντία, πελαγία π., E.Fr.578.4, Ar.Ra. 1438;κατ' Αἰγαίην πόντου πλάκα BMus.Inscr.1012
(Chalcedon, i B.C./i A.D.);αἰθερία πλάξ E. El. 1349
(anap.); flat top of a hill, table-land, Σουνίου, Οἴτης π., S.Aj. 1220, Ph. 1430; ; ἀπ' ἄκρας πυργώδους πλακός from the flat top of the towering hill, S.Tr. 273;τὰς π. τοῦ ὄρους Ant.Lib.4.1
.2 flat stone, tablet,ἐργώνας τᾶν πλακῶν τᾶς τομᾶς εἰς τὸν ὀχετόν IG42(1).109
iii 154 (Epid., iii B.C.);π. ἐπιγεγραμμέναι OGI672.12
(Egypt, i A.D.), cf. Luc.Somn.3, etc.; of the Tables of the Jewish Law, αἱ π. τοῦ μαρτυρίου, τῆς διαθήκης, LXXEx. 31.18, Ep.Hebr.9.4;λίθων πλαξὶ λείαις Luc.Am.12
;οὐκ ἐν πλαξὶν λιθίναις ἀλλ' ἐν π. καρδίας 2 Ep.Cor.3.3
; tombstone, AP7.324, cf. IG 12(5).329 (pl., Paros): pl., slabs of marble, Chor.p.89 B., cf. eund. in Rev.Phil.1877.79; ὥσπερ μαρμάρου π., of ice, Jul.Mis. 341b.b πλάκες χρυσίου gold plates, Str.4.2.1;σαπφείροιο D.P.1105
; ἡ ἐντὸς π. τῶν κογχυλίων the inner surface.., Thphr.Sens.73.c ἡ π. τοῦ βαλανίου τούτου prob. part of the furnace, PMag.Osl.1.340. d. pl., flakes of ἀρσενικὸν τὸ πλακῶδες, Dsc.5.104.4 κοπτῆς πλάκες,πλακοῦντες, AP12.212 (Strat.). (Cf. Lett. plakt 'become flat'.)
См. также в других словарях:
πλακῶν — πλάξ anything flat and broad fem gen pl πλακόω face with pres part act masc voc sg (doric aeolic) πλακόω face with pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) πλακόω face with pres part act masc nom sg πλακόω face with pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλάκων — Πλάκος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάκων — πλακόω face with imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πλακόω face with imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσσωρευτής — Συσκευή ικανή να αποθηκεύει ενέργεια και να την αποδίδει όταν τη χρειαζόμαστε. Ανάλογα με τον τύπο της ενέργειας που αποθηκεύεται, ο σ. διακρίνεται σε ηλεκτρικό, θερμικό, μηχανικό, υδραυλικό κλπ.: ο πιο γνωστός και πιο διαδομένος είναι ο… … Dictionary of Greek
Μίλικαν, Ρόμπερτ Άντριους — (Robert Andrews Millikan, Μόρισον, Ιλινόις 1868 – Πασαντίνα, Καλιφόρνια 1953). Αμερικανός φυσικός. Για πολλά χρόνια υπήρξε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Σικάγο και το 1921 ανακηρύχθηκε διευθυντής του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Καλιφόρνιας στην … Dictionary of Greek
τεκτονικός — ή, ό / τεκτονικός, ή, όν, ΝΜΑ [τέκτων, ονος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέκτονα, σε ξυλουργό νεοελλ. 1. γεωλ. αυτός που αναφέρεται στη δομή και στις διατάξεις τών πετρωμάτων τού στερεού φλοιού τής γης (α. «τεκτονικός ιστός» β. «τεκτονικός… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
γκραβούρα — Είδος έντυπης παράστασης, κυρίως σε χαρτί ή παρόμοιο υλικό. Δημιουργείται με τη βοήθεια ειδικών πλακών, στις οποίες έχει χαραχτεί το σχέδιο που προορίζεται για εκτύπωση. Οι παραστάσεις αυτές έχουν αισθητική αξία και κοσμούν συνήθως σελίδες… … Dictionary of Greek
δάπεδο — Η διαμορφωμένη βατή επιφάνεια οποιουδήποτε κλειστού, υπαίθριου ή ημιυπαίθριου χώρου, εκτός από τις οδούς και τις πλατείες, για τις οποίες χρησιμοποιούνται κυρίως οι όροι οδόστρωμα κατάστρωμα. Η φυσική επιφάνεια του εδάφους αποτελούσε πάντοτε και… … Dictionary of Greek
νευροδερματίτιδα — Μορφή εκζέματος που εμφανίζεται κυρίως στις μεγάλες πτυχές και στα άκρα με μορφή λειχηνοποιημένων πλακών, άλλοτε διάχυτων (διάχυτη ν.) και άλλοτε εντοπισμένων (περιγραμμένη ν.). Η τελευταία είναι συχνή ιδιαίτερα σε νευρικές γυναίκες και… … Dictionary of Greek
ταλαντοσκόπιο — Όργανο για την άμεση παρατήρηση των μηχανικών ή ηλεκτρικών ταλαντώσεων ή άλλων φαινομένων μεταβλητών στον χρόνο. Όταν το όργανο διαθέτει και σύστημα καταγραφής, ονομάζεται ταλαντογράφος. Τα τ. που προορίζονται για την παρατήρηση των μεταβολών… … Dictionary of Greek