-
1 πλακούντα
πλακόωface with: pres part act neut nom /voc /acc plπλακόωface with: pres part act masc acc sgπλακοῦςflat cake: masc acc sg -
2 πλακοῦντα
πλακόωface with: pres part act neut nom /voc /acc plπλακόωface with: pres part act masc acc sgπλακοῦςflat cake: masc acc sg -
3 πλακούντ'
πλακοῦντα, πλακόωface with: pres part act neut nom /voc /acc plπλακοῦντα, πλακόωface with: pres part act masc acc sgπλακοῦντι, πλακόωface with: pres part act masc /neut dat sgπλακοῦντι, πλακόωface with: pres ind act 3rd pl (doric)πλακοῦντε, πλακόωface with: pres part act masc /neut nom /voc /acc dualπλακοῦνται, πλακόωface with: pres ind mp 3rd plπλακοῦντο, πλακόωface with: imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic)πλακοῦντα, πλακοῦςflat cake: masc acc sgπλακοῦντι, πλακοῦςflat cake: masc dat sgπλακοῦντε, πλακοῦςflat cake: masc nom /voc /acc dual -
4 πλακοῦντ'
πλακοῦντα, πλακόωface with: pres part act neut nom /voc /acc plπλακοῦντα, πλακόωface with: pres part act masc acc sgπλακοῦντι, πλακόωface with: pres part act masc /neut dat sgπλακοῦντι, πλακόωface with: pres ind act 3rd pl (doric)πλακοῦντε, πλακόωface with: pres part act masc /neut nom /voc /acc dualπλακοῦνται, πλακόωface with: pres ind mp 3rd plπλακοῦντο, πλακόωface with: imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic)πλακοῦντα, πλακοῦςflat cake: masc acc sgπλακοῦντι, πλακοῦςflat cake: masc dat sgπλακοῦντε, πλακοῦςflat cake: masc nom /voc /acc dual -
5 βούλομαι
βούλομαι ([dialect] Ep. also [full] βόλομαι, q. v.), [dialect] Dor. [pref] βώλ- (q. v.), [dialect] Aeol. [pref] βόλλ- (v. βόλομαι), Thess. [pref] βέλλ- IG9(2).517.20, [dialect] Boeot. [pref] βείλ- ib.7.3080, [pref] βήλ- SIG1185.18 (Tanagra, iii B. C.), [dialect] Locr.and Delph. [pref] δείλ- IG9(1).334.3, GDI2034.10, Coan, etc. [pref] δήλ- (q. v.), [dialect] Ion. [ per.] 2sg.Aβούλεαι Od.18.364
, Hdt.1.11: [tense] impf.ἐβουλόμην Il.11.79
, etc.; , D.1.15, etc.; [dialect] Ion. [ per.] 3pl. ἐβουλέατο codd. in Hdt.1.4, 3.143: [tense] fut.βουλήσομαι A.Pr. 867
, S.OT 1077, etc.; later [tense] fut. βουληθήσομαι v.l. in Aristid.Or.48(24).8, Gal.13.636: [tense] aor. ἐβουλήθην, also ἠβ- (v. infr.), , IG22.1236, etc., but [dialect] Ep. [tense] aor. subj. [ per.] 3sg. βούλεται (from Βόλς-ε-ται) Il.1.67: [tense] pf.βεβούλημαι D.18.2
; also βέβουλα ([etym.] προ-) Il.1.113 ( ἐβέβουλε dub. in Epigr. in Berl.Sitzb.1894.907):— forms with augm. ἠ- are found in [dialect] Att. Inscrr. from 300 B.C. onwards, as IG22.657, al., and occur frequently in Mss. as ἠβούλοντο v.l.in Th. 2.2, 6.79,ἠβούλου Hyp.Lyc.11
; said to be Ionic in An.Ox.2.374.— An [voice] Act. βούλητε ( = βούλησθε ) Mitteis Chr.361.10 (iv A. D.):—will, wish, be willing, Hom., etc.: usu. implying choice or preference (cf. IV) opp. ἐθέλω 'consent',εἰ βούλει, ἐγὼ ἐθέλω Pl.Grg. 522e
, cf. R. 347b, 437b;ἐὰν βούλῃ σὺ.. ἐὰν θεὸς ἐθέλῃ Id.Alc.1.135d
; ; ; but ἐθέλω is also used = 'wish', λέξαι θέλω σοι, πρὶν θανεῖν, ἃ βούλομαι, E.Alc. 281 (soἐθέλω εἰπεῖν Pl.Prt. 309b
, butφράσαι τι βούλομαι Ar.Pl. 1090
): Hom. uses βούλομαι for ἐθέλω in the case of the gods, for with them wish is will: ἐθέλω is more general, and is sts. used where βούλομαι might have stood, e.g. Il. 7.182.—Construct.: mostly c. inf., , etc.; sts. c. inf. [tense] fut., Thgn.184; c. acc. et inf., Od.4.353, and freq. in Prose: when βούλομαι is folld. by acc. only, an inf. may generally be supplied, as καί κε τὸ βουλοίμην (sc. γενέσθαι) Od.20.316; ἔτυχεν ὧν ἐβούλετο (sc. τυχεῖν) Antiph.18.6; πλακοῦντα β. (sc. σε λέγειν) Id.52.11; καὶ εἰ μάλα βούλεται ἄλλῃ [Ποσειδάων] (sc. τοῦτο γενέσθαι) Il.15.51; so εἰς τὸ βαλανεῖον βούλομαι (sc. ἰέναι) Ar.Ra. 1279; βουλοίμην ἄν (sc. τόδε γενέσθαι) Pl.Euthphr.3a.2 in Hom. of gods, c. acc. rei et dat. pers., Τρώεσσιν.. ἐβούλετο νίκην he willed victory to the Trojans, Il.7.21, cf. 23.682: later c. acc., τὸ βουλόμενον τὴν πολιτείαν πλῆθος that supports the constitution, Arist.Pol. 1309b17.II [dialect] Att. usages:1 βούλει or βούλεσθε folld. by Verb in subj., βούλει λάβωμαι; would you have me take hold? S.Ph. 761; βούλει φράσω; Ar.Eq.36, cf. Pl.Phd. 79a, R. 596a; ποῦ δὴ βούλει ἀναγνῶμεν; Id.Phdr. 228e.2 εἰ βούλει if you please, S.Ant. 1168, X.An.3.4.41; also εἰ δὲ βούλει, ἐὰν δὲ βούλῃ, to express a concession, or if you like, Pl.Smp. 201a, etc.;εἰ μὲν β., φρονήσει, εἰ δὲ β., ἰσχύι Id.R. 432a
.3 ὁ βουλόμενος any one who likes, Hdt.1.54, Th.1.26, etc.;ἔδωκεν ἅπαντι τῷ βουλομένῳ D.21.45
; ὁ β. the 'common in former', Ar. Pl. 918 (whence, in jest, βούλομαι ib. 908); ὅστις βούλει who or which ever you like, Pl.Grg. 517b, Cra. 432a.4 βουλομένῳ μοί ἐστι, c. inf., it is according to my wish that.., Th.2.3;εἰ σοὶ β. ἐστὶν ἀποκρίνεσθαι Pl.Grg. 448d
; alsoτὰ θεῶν οὕτω βουλόμεν' ἔσται E.IA33
; τὸ κεἰνου βουλόμενον his wish, ib. 1270; but with pass. sense, τὸ β. the object of desire, Luc.Am.37, Plu.Art.28.5 τί βουλόμενος; with what purpose? Pl.Phd. 63a, D.18.172; ;S.
El. 1100.III mean, Pl.R. 362e, 590e, etc.; τί ἡμῖν βούλεται οὗτος ὁ μῦθος; (folld. by β. λέγειν ὡς ..) Id.Tht. 156c;τί β. σημαίνειν τὸ τέρας D.H.4.59
; βούλεται εἶναι professes or pretends to be, Pl.R. 595c;β. τὸ ὄνομα ἐπικεῖσθαι Id.Cra. 412c
; freq. in Arist., τὸ ἀκούσιον βούλεται λέγεσθαι οὐκ εἰ .. EN 1110b30; β. ἄσωτος εἶναι ὁ ἕν τι κακὸν ἔχων ib. 1119b34; β. ὁ πρᾶος ἀτάραχος εἶναι ib. 1125b33; tend to be,ἡ τοῦ ὕδατος φύσις β. εἶναι ἄχυμος Id.Sens. 441a3
; β. ἤδη τότε εἶναι πόλις ὅταν .. Id.Pol. 1261b12, cf. 1293b40; ἡ φύσις β. μὲν τοῦτο ποιεῖν πολλάκις, οὐ μέντοι δύναται ib. 1255b3, cf. GA 778a4, al.IV folld. by ἤ .., prefer, for βούλομαι μᾶλλον (which is more usu. in Prose), βούλομ' ἐγὼ λαὸν σόον ἔμμεναι ἢ ἀπολέσθαι I had rather.., Il.1.117, cf. 23.594, Od.3.232, 11.489, 12.350;β. τὸ μέν τι εὐτυχέειν.. ἢ εὐτυχέειν τὰ πάντα Hdt.3.40
; β. παρθενεύεσθαι πλέω χρόνον ἢ πατρὸς ἐστερῆσθαι (for πολὺν χρόνον, μᾶλλον ἤ ..) ib. 124, cf. E.Andr. 351; less freq. without ἤ.., πολὺ βούλομαι αὐτὴν οἴκοι ἔχειν I much prefer.., Il.1.112, cf. Od.15.88. (g[uglide]el-g[uglide]ol-, cf. the dialectic forms.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βούλομαι
-
6 χαρίσιος
3 χαρισία βοτάνη love-plant, used as a philtre, Arist.Mir. 846b7, Ps.-Plu.Fluv.17.4.III τὰ Χαρίσια (sc. ἱερά), = Χαριτήσια, Eust.1843.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαρίσιος
-
7 ἐμφάατον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμφάατον
-
8 ὑβριστής
A violent, wanton, licentious, insolent man,ὑβριστῇσι.. τῶν μένος αἰὲν ἀτάσθαλον, οὐδὲ δύνανται φυλόπιδος κορέσασθαι Il.13.633
; ,9.175, 13.201; of the suitors (cf.ὕβρις 1.1
),ὑ. καὶ ἀτάσθαλοι 24.282
;στρατὸν ὑβριστὴν Μήδων Thgn.775
;Πέρσαι φύσιν ἐόντες ὑ. Hdt.1.89
;ἀνδρῶν δυναστέων παῖδες ὑβρισταί Id.2.32
; στρατὸν θηρῶν ὑ., of the Centaurs, S.Tr. 1096: also in Prose, And.4.14, Lys.24.15, Ep.Rom.1.30, etc.; in a milder sense, sarcastic, Pl.Prt. 355c.2 esp., opp. σώφρων, lustful, lewd, Ar.Nu. 1068 (anap.), X.Cyr.3.1.21, etc.;ὁ εἰς ὁτιοῦν ὑ. Aeschin.1.17
; ὑ. πενίης insolent towards.., AP9.172b (Pall.).4 of natural forces,ὑβριστὴς Τυφάων Hes.Th. 307
; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑβριστής
См. также в других словарях:
πλακοῦντα — πλακόω face with pres part act neut nom/voc/acc pl πλακόω face with pres part act masc acc sg πλακοῦς flat cake masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακοῦντ' — πλακοῦντα , πλακόω face with pres part act neut nom/voc/acc pl πλακοῦντα , πλακόω face with pres part act masc acc sg πλακοῦντι , πλακόω face with pres part act masc/neut dat sg πλακοῦντι , πλακόω face with pres ind act 3rd pl (doric) πλακοῦντε … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
υστεροτοκία — (Ιατρ.). Η φάση μετά τον τοκετό του εμβρύου, κατά την οποία βγαίνει από τη μήτρα το ύστερο με τους υμένες του (πλακούντας). Η αποκόλληση του ύστερου γίνεται με φυσική ή με τεχνητή εξώθηση: η φυσική υ. επιτυγχάνεται με τις συστολές της μήτρας και… … Dictionary of Greek
λώρος, ομφάλιος — Μακρύ και λεπτό εύκαμπτο στέλεχος που συνδέει το έμβρυο με τον πλακούντα. Αποτελείται από την ομφαλική φλέβα, τις δύο ομφαλικές αρτηρίες, τον βλεννώδη συνδετικό ιστό και τον ουραχό. Το μήκος του είναι μεταβλητό και κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 40 60 … Dictionary of Greek
έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… … Dictionary of Greek
ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… … Dictionary of Greek
αποκόλληση — Παθολογικός αποχωρισμός ιστών στα μέρη με τα οποία συνδέονται ή συμφύονται φυσιολογικά. Οι α. μπορεί να παρατηρηθούν σε διάφορα σημεία του οργανισμού, στο δέρμα, στο περιόστεο κλπ. α. των επιφύσεων στα παιδιά.Πάθηση κατά την οποία προκαλείται… … Dictionary of Greek
πλακουντώδης — ῶδες, Α [πλακοῡς, οῡντος] ο όμοιος με πλακούντα, αυτός που έχει το σχήμα πλακούντα … Dictionary of Greek
τοκετός — Εξώθηση ή εξαγωγή του εμβρύου από τον μητρικό οργανισμό· ακριβέστερα ο όρος τ. σημαίνει την εξώθηση ή την εξαγωγή του εμβρύου μόνο, ενώ η έξοδος του πλακούντα και των μεμβρανών του εμβρύου ονομάζεται υστεροτοκία. Ο τ. ονομάζεται απλός όταν… … Dictionary of Greek
υστεροτόκια — (Ιατρ.). Η φάση μετά τον τοκετό του εμβρύου, κατά την οποία βγαίνει από τη μήτρα το ύστερο με τους υμένες του (πλακούντας). Η αποκόλληση του ύστερου γίνεται με φυσική ή με τεχνητή εξώθηση: η φυσική υ. επιτυγχάνεται με τις συστολές της μήτρας και… … Dictionary of Greek