Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πλαγίως

См. также в других словарях:

  • πλαγίως — πλάγιος placed sideways adverbial πλάγιος placed sideways masc acc pl (doric) πλάγιος placed sideways adverbial πλάγιος placed sideways masc/fem acc pl (doric) πλαγιόω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάγι — το / πλάγιον, Ν ΜΑ, και πλάι Ν το πλευρικό μέρος τού ανθρώπινου σώματος ή ενός αντικειμένου, το πλευρό, η πλευρά (α. «το πλάγι τού καραβιού» β. «ῥέων δὲ διὰ πάσης τῆς Εὐρώπης ἐς τὰ πλάγια τῆς Σκυθικής ἐσβάλλει», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. στον πληθ. τα… …   Dictionary of Greek

  • πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… …   Dictionary of Greek

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • παραπλαγιάζω — ΝΑ νεοελλ. τοποθετώ κάτι πολύ πλαγίως αρχ. 1. πορεύομαι πλάγια, πηγαίνω λοξά 2. μέσ. παραπλαγιάζομαι παρέχω τον εαυτό μου πλαγίως σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • αγγουριά — (cucumis sativus).Μονοετές ποώδες φυτό, που αριθμεί πολλά είδη με κυριότερα, εκτός από την α., την κόκκινη κολοκυθιά, τη φασολιά και τη φλασκιά. Ο βλαστός του φυτού α. είναι σαρκώδης και δεν μπορεί να στηριχτεί μόνος του, γι’ αυτό αναρριχάται… …   Dictionary of Greek

  • απλαγιάστως — ἀπλαγιάστως (Μ) [πλαγιάζω] όχι πλαγίως, ίσια, κατευθείαν …   Dictionary of Greek

  • γέρσιμο — το [γέρσιμο] 1. το να γέρνει κάποιος ή κάτι, κλίση 2. το να μισοκλείνει κάποιος πόρτα ή παράθυρο 3. το να τοποθετεί κανείς κάτι πλαγίως 4. το γέρμα, η στροφή τού ήλιου και τών άστρων προς τη δύση τους …   Dictionary of Greek

  • γραμματολικριφίς — γραμματολικριφίς, ο (Α) αυτός που παρανοεί ή παρερμηνεύει το νόημα τών κειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα ( ατος) + λικριφίς «από τα πλάγια, πλαγίως»] …   Dictionary of Greek

  • επικάρσιος — ἐπικάρσιος, α, ον και ος, ον (Α) 1. εγκάρσιος, πλάγιος, που σχηματίζει γωνία, ιδίως ορθή 2. (για ιστιοφόρο σε θύελλα) πλαγιασμένος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά ή που έχει την πλώρη μέσα στη θάλασσα και την πρύμνη ανασηκωμένη 3. (για ύφασμα) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»