-
1 πλαγυφύλαξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλαγυφύλαξ
-
2 πλαγιοφύλαξ
A guarding the flanks of an army on the march, ἶλαι π. D.S.19.82 (v.l. [suff] πλᾰγιο-φύλακοι) ; esp. of the corner man in the ῥόμβος (q.v.) of cavalry, Ascl.Tact.7.2,6, Arr.Tact.16.5 ; cf. πλαγυφύλαξ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλαγιοφύλαξ
См. также в других словарях:
πλαγυφύλαξ — ακος, ὁ, Α στον πληθ. οἱ πλαγυφύλακες οι φύλακες τών ενεπίγραφων πλακών τών ναών. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την πιθανότερη εκδοχή πρόκειται για διάφορη γρφ. τής λ. πλαγιοφύλαξ] … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek