-
1 πλαγκτος
-
2 αλιπλαγκτος
-
3 θαλασσοπλαγκτος
-
4 νυκτιπλαγκτος
2заставляющий блуждать ночью, т.е. не дающий ночью покоя(πόνος, δεῖμα, κέλευμα Aesch.)
ν. εὐνή Aesch. — беспокойное ночное ложе -
5 ορειπλαγκτος
-
6 παλιμπλαγκτος
-
7 πολυπλαγκτος
21) много странствующий или странствовавший(ληϊστῆρες Hom.; Ἰώ Aesch.)
2) заставляющий много блуждать, бросающий из стороны в сторону(ἄνεμος Hom.)
3) вводящий в заблуждение(ἐλπίς Soph.)
См. также в других словарях:
πλαγκτός — wandering masc nom sg πλαγκτός wandering masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγκτός — ή, ό / πλαγκτός, ή, όν, ΝΑ, πλακτός, ή, όν, θηλ. και ός Α νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πλαγκτόν βιολ. βλ. πλαγκτόν αρχ. 1. (κυρίως για πλοία) αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, περιπλανώμενος 2. ο άστατος («πλαγκτὰ δ ὡσεί τις νεφέλα πνευμάτων ὑπὸ… … Dictionary of Greek
πλαγκτά — πλαγκτός wandering neut nom/voc/acc pl πλαγκτά̱ , πλαγκτός wandering fem nom/voc/acc dual πλαγκτά̱ , πλαγκτός wandering fem nom/voc sg (doric aeolic) πλαγκτός wandering neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγκτόν — πλαγκτός wandering masc acc sg πλαγκτός wandering neut nom/voc/acc sg πλαγκτός wandering masc/fem acc sg πλαγκτός wandering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγκτῶν — πλαγκτός wandering fem gen pl πλαγκτός wandering masc/neut gen pl πλαγκτός wandering masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγκτοῖς — πλαγκτός wandering masc/neut dat pl πλαγκτός wandering masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγκτοί — πλαγκτός wandering masc nom/voc pl πλαγκτός wandering masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγκτούς — πλαγκτός wandering masc acc pl πλαγκτός wandering masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγκτέ — πλαγκτός wandering masc voc sg πλαγκτός wandering masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγκτῷ — πλαγκτός wandering masc/neut dat sg πλαγκτός wandering masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγκταῖς — πλαγκτός wandering fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)