-
1 πλεας
-
2 πλειων
I.II.2, gen. ονος, πλέων 2, gen. ονος и πλέως, πλέᾱ, πλέων, gen. πλέω, πλέᾱς, πλέω [compar. к πολύς См. πολυς]1) более многочисленный, большой(στρατιή Her.; ὄχλος Xen.)
μάχεσθαι πλεόνεσσι Hom. — сражаться с численно превосходящим противником;οἱ πλείονες Hom. (οἱ πλεῦνες Her.) — большинство, тж. Her., Thuc. множество людей, Arph. иногда усопшие, мертвецы:ἐς πλέονας οἰκεῖν Thuc. — управлять в интересах большинства;ἔτη γεγονὼς πλείω ἑβδομήκοντα Plat. — будучи более семидесяти лет от роду;ἐς πλεόνων ἦλθε μετοικεσίην Anth. — он вступил в обитель мертвых, т.е. умер2) более протяженный, более длинный(ὁδός Plat.)
3) более продолжительный, более долгий(χρόνος Her.)
πλέων νύξ Hom. — большая часть ночи4) более значительный, более важный(οὐχὴ ἥ ψυχέ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς; NT.)
περὴ πλείονος ποιεῖσθαι Xen. — ставить выше - см. тж. πλέον и πλείον
См. также в других словарях:
πλέας — πλέᾱς , πλέος fem acc pl πλέᾱς , πλέος fem gen sg (attic doric aeolic) πλέᾱς , πλέως full fem acc pl πλέᾱς , πλέως full fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… … Dictionary of Greek