Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

πλάκα

См. также в других словарях:

  • πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… …   Dictionary of Greek

  • πλάκα — η 1. πινακίδα μικρών μαθητών από σχιστόλιθο, το αβάκιο. 2. φύλλο σχιστόλιθου για κάλυψη στεγών. 3. ταφόπλακα. 4. δίσκος γραμμοφώνου. 5. το αρνητικό της φωτογραφίας. 6. καθετί που έχει σχήμα πλάκας: Μια πλάκα σαπούνι. 7. πειραχτικό αστείο,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλάκα — πλάξ anything flat and broad fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλάκα Δήλεσι — Μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Θήβας, του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Σχηματαρίου …   Dictionary of Greek

  • Λαμπράκη-Πλάκα, Μαρίνα — (Αρκαλοχώρι Ηρακλείου Κρήτης 1939 –). Φιλόλογος, πανεπιστημιακός και διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης. Σπούδασε αρχαιολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ιστορία της τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • αθηρωματική πλάκα — Σκληρυμένη μάζα αθηρώματος, που είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της αθηρωματοσκλήρυνσης …   Dictionary of Greek

  • μέση πλάκα — Λεπτό μεσοκυττάριο στρώμα, το οποίο συντίθεται από πολυσακχαρίτες, που καλούνται πηκτίνες. Η μ.π. χρησιμεύει στο να συγκρατεί τα φυτικά κύτταρα μεταξύ τους, ενώ εκατέρωθέν της εναποτίθενται τα συστατικά του κυτταρικού τοιχώματος των γειτονικών… …   Dictionary of Greek

  • όφσετ — (offset). Διεθνώς καθιερωμένος αγγλικός όρος (παράγεται από τις λέξεις off= διεύθυνση και (to) set = θέτω και κατά λέξη σημαίνει μεταφορά), ο οποίος στην τυπογραφική γλώσσα δηλώνει ένα σύστημα έμμεσης εκτύπωσης, κατά το οποίο μεταξύ της… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

  • στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»