-
1 αναμνηστικός
η, ό[ν] памятный; мемориальный; посвящённый памяти... (о марке, издании);αναμνηστική πλάκα — мемориальная доска
-
2 πλάκα
η1) (каменная) плита; доска;αναμνηστική πλάκα — мемориальная доска;
η πλάκα τού τάφου — могильная плита;
τυπογραφική πλάκα — наборная доска;
2) плитка (в разн. знач); брикет;μιά πλάκα σαπούνι — брусок, кусок мыла;
μιά πλάκα σοκολάτα(ς) — плитка шоколада;
3) грифельная доска;4) пластина; пластинка (в разн. знач); планка;μετάλλινη πλάκα — металлическая пластинка, бляха;
λεία πλάκα — металлическая планка;
φωτογραφική πλάκα — фотопластинка;
πλάκα γραμμοφώνου — грампластинка;
πλάκα του ρολογιού — циферблат;
5) перен. развлечение;§ έχει πλάκα — он забавный
-
3 στήλη
η1) столб; колонна; 2) перен. столб (воды, воздуха, дыма и т. п.); 3) куча, груда; штабель; стопка, кипа, пачка;στήλη βιβλίων — стопка книг;
στήλη άλατος — куча соли;
4) столбец, столбик (в книге);δημοσιεύω στίς στήλες μου публиковать на своих страницах;πιάνω μιά στήλη — занимать один столбец;
§ σπονδυλική στήλη — позвоночник, позвоночный столб;
επιτύμβια στήλη — надгробная доска, эпитафия;
αναμνηστική στήλη — мемориальная доска;
ηλεκτρική στήλη — электрическая батарея
См. также в других словарях:
ἀναμνηστική — ἀναμνηστικός able to recall to mind readily fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο — Το κυριότερο όργανο λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Αποτελείται είτε από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων των κρατών μελών (διάσκεψη κορυφής) είτε από τους αρμόδιους υπουργούς για συγκεκριμένα θέματα. Κάθε χώρα ασκεί την… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Πάσχα — Μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, η οποία γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Αρχικά ήταν εβραϊκή γιορτή (ο όρος προέρχεται από το εβραϊκό πεσάχ = διάβαση), που συνδεόταν με τη βιβλική… … Dictionary of Greek
αλφάβητο — Κάθε σύστημα γραφής μιας γλώσσας, με την ευρεία έννοια. Πιο ειδικά, είναι το σύνολο των σημείων που χρησιμοποιούνται για τις αλφαβητικές γραφές, οι οποίες διακρίνονται από τις ιδεογραφικές ή τις συλλαβογραφικές. Στην αλφαβητική γραφή, κάθε απλός… … Dictionary of Greek
ανάμνηση — η (AM ἀνάμνησις) [ἀναμιμνήσκω] ανάκληση στη μνήμη, αναπόληση, ενθύμηση νεοελλ. 1. αυτό που αναπολεί κανείς, που φέρνει στη μνήμη του 2. ενθύμιο, αναμνηστικό 3. στον πληθ. οι αναμνήσεις τα απομνημονεύματα μσν. 1. «ὁ ἐπὶ τῶν ἀναμνήσεων»,… … Dictionary of Greek
εντοιχίζω — 1. προσαρμόζω στον τοίχο, στην επιφάνειά του («εντοιχίζω αναμνηστική πλάκα») 2. εγκλείω μέσα σε τοίχο 3. περικλείω με τοίχο, φράζω τις εξόδους με τοίχο … Dictionary of Greek
επίγραμμα — Αρχικά επιγραφή, κυρίως ταφική, και αργότερα σύντομο ποιητικό είδος με σκοπό τη διατήρηση της ανάμνησης μιας ζωής, ενός κατορθώματος, μιας προσφοράς κλπ. Η αρχαία παράδοση αποδίδει ε. στον Όμηρο, αλλά τα αρχαιότερα που έχουν διασωθεί ανάγονται… … Dictionary of Greek
Βιλιτζέλμο — (Wiligelmo,12ος αι.).Ιταλός γλύπτης, ο κορυφαίος εκπρόσωπος της ρομανικής γλυπτικής της Eμίλια. Η αναγραφή του ονόματός του στην αναμνηστική πλάκα της θεμελίωσης της μητρόπολης της Μοντένα είναι η μόνη μαρτυρία που υπάρχει γι’ αυτόν. Του… … Dictionary of Greek
Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση — (συντομ. ΔΕΕ, διεθν.Western European Union). Διεθνής οργανισμός με έδρα τις Βρυξέλλες και με σκοπό την αμυντική συνεργασία αρχικά της δυτικής και στη συνέχεια ολόκληρης της Ευρώπης. Περιλαμβάνει 10 πλήρη μέλη (Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Γαλλία,… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek