-
1 πιστοποιητικό(ν)
το удостоверение; справка; сертификат; аттестат (документ);πιστοποιητικό(ν) κοινωνικών φρονημάτων — удостоверение, справка о политической благонадёжности
-
2 πιστοποιητικό(ν)
το удостоверение; справка; сертификат; аттестат (документ);πιστοποιητικό(ν) κοινωνικών φρονημάτων — удостоверение, справка о политической благонадёжности
-
3 απορία
η1) недоумение, сомнение, удивление;βρίσκομαι εις απορίαν — быть в недоумении;
μαθαίνω κάτι μετ' απορίας — узнать что-л, с удивлением;
2) затруднение, затруднительное положение;3) нужда, крайний недостаток, бедность;πιστοποιητικό απορίας — справка об отсутствии доходов;
ευρίσκομαι εν εσχάτη απορία — быть в крайней нужде
-
4 γάμος
ο брак, бракосочетание, женитьба; венчание; свадьба;πιστοποιητικό γάμου — брачное свидетельство;
άδεια γάμου — разрешение на брак;
γάμος εξ ερωτος — брак по любви;
έρχομαι εις γάμον ( — или εις γάμου κοινωνίαν) — вступать в брак;
κάνω γάμο — справлять свадьбу;
εικονικός γάμος — фиктивный брак;
πολιτικός — гражданский брак;μοργανατικός ( — или εξ αριστεράς χειρός) γάμος — морганатический брак;
αταίριαστος γάμος — а) неравный брак; — б) неудачный брак;
γάμος μικτός — смешанный брак;
§ αργυροι (χρυσοί, αδαμάντινοι) γάμοι — серебряная (золотая, бриллиантовая) свадьба;
παρ τόνε στο γάμο σου, να σού πεί και τού χρόνου — погов, в огороде бузина, а в Киеве дядька
-
5 εκδίδω
(αόρ. εξέδωκα и εξέδωσα) μετ.1) выдавать (документы и т. п.);εκδίδ πιστοποιητικό (διαβατήριο, εισιτήρια) — выдавить удостоверение (паспорт, билеты);
εκδίδω γραμμάτιο — выдавать вексель;
εκδίδω ένταλμα συλλήψεως — выдавать ордер на арест;
2) выдавать (сообщников и т. п.);εκδίδ εγκληματία — выдавать преступника;
3) выпускать;εκδίδω χαρτονόμισμα (μετοχές) — выпускать деньги (акции);
εκδίδω δάνειον (λαχείον) — выпускать заём (лотерею);
4) издавать, выпускать, публиковать;εκδίδω βιβλίο (εφημερίδα) — издавать книгу (газету);
5) выносить (решение);§ εκδίδω εις γάμον — выдавать замуж;
εκδίδομαι — заниматься проституцией
-
6 κοινωνικός
η, ό[ν]1) общественный, социальный;κοινωνικές σχέσεις — общественные отношения;
κοινωνικό καθεστώς ( — или σύστημα) — общественный строй;
κοινωνικές ασφαλίσεις — социальное страховсшие;
κοινωνικές υπηρεσίες — или κοινωνική πρόνοια — социальное обеспечение;
κοινωνική εργασία — общественная работа;
κοινωνική ζωή — или κοινωνικ βίος — общественная, социальная жизнь;
κοινωνικές τάξεις (επιστήμες) — общественные классы (науки);
κοινωνική παραγωγή — общественное производство;
κοινωνική ιδιοκτησία — общественная собственность;
κοινωνική θέση — социальное положение;
κοινωνικά φρονήματα — политические убеждения;
πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων — справка (полиции) о политической благонадёжности;
2) общительный;κοινωνικός χαρακτήρας — общительный характер
-
7 πιστοποίηση
[-ις (-εως)] η1) подтверждение, удостоверение; аттестация (действие); 2) см. πιστοποιητικό[ν]
См. также в других словарях:
πιστοποιητικό — το, Ν 1. (νομ.) ιδιωτικό ή δημόσιο έγγραφο βεβαιωτικό πραγματικού ή νομικού γεγονότος το οποίο συνδέεται με ορισμένη έννομη συνέπεια (α. «πιστοποιητικό υγείας» β. «πιστοποιητικό καταλληλότητος πλοίου» γ. «πιστοποιητικό γάμου» 2. φρ.… … Dictionary of Greek
πιστοποιητικό — το επίσημο έγγραφο που βεβαιώνει κάτι: Πιστοποιητικό σπουδών, γάμου κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Marco común europeo de referencia para las lenguas — El Marco común europeo de referencia para las lenguas: aprendizaje, enseñanza y evaluación (MCERL)[1] es un estándar que pretende servir de patrón internacional para medir el nivel de comprensión y expresión orales y escritas en una lengua. El… … Wikipedia Español
πιστοποιητικός — ή, ό / πιστοποιητικός, ή, όν, ΝΑ [πιστοποιώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πιστοποίηση ή αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει κάτι νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πιστοποιητικό βλ. πιστοποιητικό … Dictionary of Greek
φορτωτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται στη φόρτωση 2. το θηλ. ως ουσ. η φορτωτική έγγραφο που αποδεικνύει τη φόρτωση και μεταφορά εμπορευμάτων και περιέχει λεπτομερή κατάσταση τού συνόλου τους 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φορτωτικά η… … Dictionary of Greek
αποφοιτήριο — το πιστοποιητικό στο οποίο αναγράφεται η χρονική διάρκεια της φοίτησης σπουδαστή, η επίδοση του και ο χρόνος αποφοίτησης … Dictionary of Greek
βαφτιστικός — και βαπτιστικός, ή, ό (Μ βαπτιστικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει στη βάφτιση ή έχει σχέση με το βάφτισμα («το βαφτιστικό όνομα», «βαφτιστικά ρούχα») 2. (το αρσ. ή το θηλ. ως ουσ.) ο βαφτισιμιός, ο αναδεκτός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. βαφτιστικό,… … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
βιβλιάριο — το (AM βιβλιάριον) νεοελλ. πιστοποιητικό σε σχήμα μικρού βιβλίου με το όνομα, τα λοιπά στοιχεία και τη φωτογραφία του κατόχου («βιβλιάριο υγείας», «... νοσηλείας», «εκλογικό...» «... ασφάλισης» κ.λπ. || αρχ. μσν. χειρόγραφο τεύχος … Dictionary of Greek
διαβατήριο — Δημόσιο έγγραφο –συνήθως με τη μορφή βιβλιαρίου– που επιτρέπει την έξοδο του κατόχου του από το εθνικό έδαφος και την είσοδό του σε χώρα του εξωτερικού. Οι χώρες διάβασης ή τελικού προορισμού δίνουν τη συγκατάθεσή τους με τη μορφή θεώρησης, που… … Dictionary of Greek
δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… … Dictionary of Greek