-
1 γάμος
ο брак, бракосочетание, женитьба; венчание; свадьба;πιστοποιητικό γάμου — брачное свидетельство;
άδεια γάμου — разрешение на брак;
γάμος εξ ερωτος — брак по любви;
έρχομαι εις γάμον ( — или εις γάμου κοινωνίαν) — вступать в брак;
κάνω γάμο — справлять свадьбу;
εικονικός γάμος — фиктивный брак;
πολιτικός — гражданский брак;μοργανατικός ( — или εξ αριστεράς χειρός) γάμος — морганатический брак;
αταίριαστος γάμος — а) неравный брак; — б) неудачный брак;
γάμος μικτός — смешанный брак;
§ αργυροι (χρυσοί, αδαμάντινοι) γάμοι — серебряная (золотая, бриллиантовая) свадьба;
παρ τόνε στο γάμο σου, να σού πεί και τού χρόνου — погов, в огороде бузина, а в Киеве дядька
См. также в других словарях:
γαμπρός — ο (AM γαμβρός) 1. σύζυγος τής θυγατέρας κάποιου 2. σύζυγος τής αδελφής 3. ο νιόπαντρος ή εκείνος που ετοιμάζεται να παντρευτεί, ο μνηστήρας νεοελλ. 1. καθένας που βρίσκεται σε ηλικία γάμου ή θέλει να παντρευτεί 2. φρ. α) «σαν θέλει η νύφη κι ο… … Dictionary of Greek
Greek alphabet — Type Alphabet … Wikipedia
Griechische Buchstaben — Frühform des griechischen Alphabets. Archäologisches Nationalmuseum, Athen Wegweiser in griechischer Schrift auf … Deutsch Wikipedia
Griechische Paläografie — Frühform des griechischen Alphabets. Archäologisches Nationalmuseum, Athen Wegweiser in griechischer Schrift auf … Deutsch Wikipedia
Griechische Schrift — Frühform des griechischen Alphabets. Archäologisches Nationalmuseum, Athen Wegweiser in griechischer Schrift auf … Deutsch Wikipedia
Griechische Zeichen — Frühform des griechischen Alphabets. Archäologisches Nationalmuseum, Athen Wegweiser in griechischer Schrift auf … Deutsch Wikipedia
Griechisches Alphabet — Schrifttyp Alphabet Sprachen Griechisch Verwendungszeit seit 800 v. Chr. Abstammung Protosemitisches Alphabet → Phönizische Schrift … Deutsch Wikipedia
Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… … Dictionary of Greek
κανθήλιο — το (Α κανθήλιον) νεοελλ. ναυτ. το στέγασμα που προφυλάσσει το πάνω από την επιφάνεια τής θάλασσας τμήμα τών παλαιών τροχήλατων ατμοπλοίων, κν. φούσκα. αρχ. 1. σαμάρι υποζυγίου 2. αρχιτ. μικρό δοκάρι τής στέγης προσαρμοσμένο πλάγια στην κύρια δοκό … Dictionary of Greek
κειμήλιος — ο (ΑΜ κειμήλιος, ον) το ουδ. ως ουσ. το κειμήλιο(ν) πολύτιμο αντικείμενο που φυλάγεται ως ενθύμιο νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. καθετί που έχει μεγάλη ιστορική, ηθική, καλλιτεχνική ή συναισθηματική αξία («κειμήλια τής Επανάστασης τού 1821) αρχ. 1 … Dictionary of Greek
τελίσκω — και τελέσκω Α (ποιητ. τ.) 1. τελώ, εκτελώ, κάνω, καθιστώ («ἄγονον σπόρον τελίσκει», Νίκ.) 2. παθ. τελίσκομαι και τελέσκομαι α) μυούμαι σε μυστήρια («τελίσκομαι εἰς τὰ ἱερὰ μετὰ θυσιῶν», επιγρ.) β) (γενικά) διδάσκομαι («οὐκ ἔσται τελισκόμενος ἀπὸ… … Dictionary of Greek