-
1 πιστεύω
[писгэво] р. верить, доверять, думать, считать, полагать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πιστεύω
-
2 верить
ρ.δ.1. (σε τι) πιστεύω•верить в победу πιστεύω στη νίκη•
верить в торжество справедливости πιστεύω στον θρίαμβο της δικαιοσύνης•
верить в Бога πιστεύω στο Θεό.
2. είμαι θρήσκος•-ил, когда я был маленьким πίστευα, όταν ήμουν μικρός.
3. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη•верить другу έχω εμπιστοσύνη στο φίλο.
εκφρ.верить на слово – πιστεύω (εχω εμπιστοσύνη) στο λόγο•не верить своим глазам ή ушам – δεν πιστεύω στα μάτια μου, στ’ αυτιά μου (για κάτι απροσδόκητο).πιστεύω, έχω εμπιστοσύνη•-ится с трудом είναι δυσκολοπίστευτο, δυσκολεύομαι να το πιστέψω•
мне не -ится εγώ δεν το πιστεύω.
-
3 доверить
доверить, доверять πιστεύω' εμπιστεύομαι (тж. поручать) я ему -ю τον πιστεύω, τον έχω εμπιστοσύνη* * *= доверятьπιστεύω; εμπιστεύομαι (тж. поручать)я ему́ дове́ритью — τον πιστεύω, τον έχω εμπιστοσύνη
-
4 думать
дума||тьнесов1. σκέφτομαι, σκέπτομαι / συλλογίζομαι, στοχάζομαι (размышлять):не долго \думатья χωρίς πολλές σκέψεις, χωρίς δισταγμό· я даже не \думатью οὔτε τό σκέφτομαι· тут нечего \думать δέν χρειάζεται πολλή σκέψη·2. (полагать) νομίζω, μοῦ φαίνεται, ὑποθέτω, πιστεύω:\думатью, что он не прав νομίζω δτι δέν ἐχει δίκη ὁ, πιστεύω δτι ἐχει ἄδικο· не \думатьκ> δέν πιστεύω· что вы об этом \думатьете? τί γνώμη ἔχετε γι ' αὐτό;· вы так \думатьете? ἐτσι νομίζετε;·3. (намереваться) σκοπεύω, λογαριάζω, ἔχω πρόθεση [-ιν]:я \думатью остаться до́ма σκοπεύω νά μείνω στό σπίτι·4. (заботиться, интересоваться) σκέφτομαι, σκέπτομαι, νοιάζομαι:\думать» только о себе σκέφτομαι μόνο τόν ἐαυτό μου· не \думать о других δέν νοιάζομαι γιά τους ᾶλλους· ◊ и не \думатью! οὔτε μοῦ πέρασε ἀπ' τό μυαλό!, οὔτε τό σκέπτομαι!· и \думать нечего μή διστάζεις καθόλου· много о себе \думать ἔχω μεγάλη Ιδέα γιά τόν ἐαυτό μου· \думатьться безл разг φαίνεται:мне \думатьется, что... μοῦ φαίνεται, πώς... -
5 кредо
ουδ. άκλ.1. το πιστεύω (ως σύμβολο θρησκευτικής πίστης).2. απόψεις, πεποιθήσεις, κοσμοθεωρία•политическое кредо το πολιτικό πιστεύω•
научное кредо το επιστημονικό πιστεύω.
-
6 верить
-
7 поверить
-
8 верить
вери||тьнесов1. (кому-л., чему-л.) πιστεύω, ἐμπιστεύομαι:\верить на слово δίνω πίστη στά λόγια·2. (в кого-л., во что-либо) πιστεύω, ἔχω ἐμπιστοσύνη[ν], ἔχω πίστη. -
9 поверить
ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поверенный, βρ: -рен, -а, -о1. πιστεύω•поверить в победу πιστεύω στη νίκη.
2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη.3. μ. παλ. ελέγχω, κάνω έλεγχο.4. εκμυστηρεύομαι•поверить тайну εμπιστεύομαι το μυστικό.
5. προστκ. поверь(те) πίστεψε, -έψτε. -
10 уверовать
-рую, -руешь ρ.σ. (γραπ. λόγος) πιστεύω, πείθομαι•уверовать в вашу истинность πιστεύω στην ειλικρίνεια σας.
-
11 вера
вер||аж1. (уверенность) ἡ πίστη [-ις], ἡ πεποίθηση [-ις]:\вера в будущее πίστη στό μέλλον2. (доверие) ἡ πίστη [-ις],ή ἐμπιστοσύνη:слепая \вера ἡ τυφλή ἐμπιστοσύνη· принять на \верау πιστεύω, δίνω πίστη·3. (религиозная) ἡ θρησκεία, τό θρήσκευμα, ἡ πίστη [-ις]. -
12 вериться
вери||тьсябезл:не \веритьсятся εἶναι ἀπίστευτο, εἶναι δύσκολο νά τό πιστέψει κανείς· мне не \веритьсятся μου φαίνεται ἀπίστευτο, δέν τό πιστεύω. -
13 веровать
верова||тьнесов πιστεύω (σέ). -
14 глаз
глазм τό μάτι, ὁ ὁφθαλμός, τό ὅμμα/ τά μάτια, ἡ ὅραση [-ις] (зрение):хорошие (плохие) \глаза καλή (κακή) δράση· запавшие \глаза τά κομμένα μάτια· болезнь \глаз ἡ ὀφθαλμία, ὁ πονόματος· иметь верный \глаз ἔχω καλό μάτι· ◊ ради прекрасных \глаз γιά τά ὠραΐα μάτια· для отвода \глаз γιά τά μάτια τοῦ κόσμου· и а \глаз (приблизительно) μέ τό μάτι, περίπου, κατά προσέγγισιν своими \глазами μέ τά ἰδια μου τά μάτια. Ιδίοις δμμασι· на \глазах (у) кого́-л. μπροστά στά μάτια (κάποιου)· это бросается в \глаза χτυπᾶ στά μάτια, εἶναι ἐξόφθαλμο· я его́ в \глаза никогда не видел δέν τόν είδα ποτέ ἀπό κοντά· у нее \глаза всегда на мокром месте κλαίγει κάθε λίγο καί λιγάκι· не попадайся мне больше на \глаза νά μήν σέ ξαναδούν τά μάτια μου, νά μήν σέ ξαναδώ μπροστά μου· уходи с глаз долой! νά μή σέ ίδοῦν τά μάτια μου!, χάσου ἀπό μπροστά μου!· говорить в \глаза (ό)μιλω ἀνοιχτά, κατά πρόσωπον говорить за \глаза́ μιλῶ ἐν ἀπουσία κάποιου (или ἀπό πίσω του)· закрывать \глаза на что́-л. κάνω πώς δέ βλέπω· с закрытыми \глазами μέ κλειστά τά μάτια, τυφλοίς ὅμμασι· идти́ куда́ \глаза́ глядят παίρνω τά μάτια μου καί φεύγω, παίρνω τῶν ὀμματιῶν μου· открывать кому́-л. \глаза на что́-л. ἀνοιγω κάποιου τά μάτια· с \глазу на \глаз ίδιαιτέρως, κατά μόνας· смотреть во все \глаза ἔχω τά μάτια μου δεκατέσσερα· смеяться в \глаза κοροϊδεύω κατάμουτρα· не в бровь, а в \глаз погов. πετυχαίνω στό ψαχνό· с глаз доло́й \глаз из сердца вон погов. μάτια πού δέν βλέπονται γρήγορα λησμονιοῦνται. (своим) \глазам не верю δέν πιστεύω στά μάτια μου· не спускать \глаз с кого-л. (с чего́-л.) а) δέν χορταίνω νά βλέπω любоваться), б) παρακολουθώ ἀδιάκοπα не выпускать из виду)· у семи нянек дитя без \глазу погов. ὅπου λαλοῦν πολλοί πετεινοί, ἀργεῖ νά ξημερώσει· не смыкая \глаз ἀγρυπνα· у страха \глаза велики́ погов. е£ ὁ φόβος μεγαλοποιεῖ τόν κίνδυνο· хоть \глаз выколи δέν βλέπω τή μύτη μου· правда \глаза колет погов. ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρή. -
15 доверять
доверятьнесов1. (иметь доверие) ἔχω ἐμπιστοσύνηΜ, πιστεύω, ἐμπιστεύ· ομαι:не \доверять кому-л., чему́-л. δυσπιστώ, δέν ἐμπιστεύομαι·2. (поручать) ἐμπιστεύομαι, ἀναθέτω, ἐξουσιοδοτώ:\доверять получение денег ἐξουσιοδοτώ κάποιον νά παραλάβει χρήματα· ◊ \доверять тайну ἐμπιστεύομαι μυστικό. -
16 кредо
кредос нескл. τό σύμβολο[ν] τής πίστεως, τό πιστεύω. -
17 символ
символм τό σύμβολο[ν]· ◊ \символ веры τό σύμβολον πίστεως, τό πιστεύω. -
18 слово
слов||ос1. в разн. знач. ἡ λέξη [-ις], ὁ λόγος:ласковые \словоа τά χαϊδευτικά λόγια, τά γλυκόλογα· оскорбительные \словоа οἱ ὑβριστικοί λογοι· э́то пустые \словоа, одни \словоа (εἶναι) κούφια λόγια, (εἶναι) μόνο λογια· дар \словоа τό χάρισμα τής εὐγλωττίας· свобода \словоа ἡ ἐλευθερία τοῦ λογού· игра слов τό λογοπαίγνιο· давать честное \слово δίνω λογον τιμής· сдержать \слово κρατώ (τηρῶ) τόν λόγο μου, τήν ὑπό-σχεσή μου· поверить на \слово πιστεύω στά λογια· перейти от слов к делу περνώ ἀπό τά λογια στήν πράξη· бросить \словоа на ветер ρίχνω λόγια στον ἀέρα· мие ну́жно сказать вам два \словоа ἔχω νά σᾶς πῶ δυό λογια· он ему́ не сказал и и \словоа δέν τοῦ είπε λέξη· он не проронил ни \словоа δέν ἔβγαλε κουβέντα· повторить \слово в \слово ἐπαναλαμβάνω λέξη προς λέξη, ἐπαναλαμβάνω ἐπί λέξει· переводить \слово в \слово μεταφράζω κατά λέξιν передать на \словоа́х μεταδίδω προφορικά· он за \словоом в карман не полезет разг ἐχει ἐτοιμη τήν ἀπάντηση· одни́м \словоом μέ δυό λόγια· \слово за \слово разг ἀπό λόγο σέ λόγο· другими \словоами μέ αλλα λόγια· со слов, по \словоа́м κατα ?α λεγόμενα· не нахожу слов... δε βρισκω λόγια...· слов нет разг χωρίς συζήτηση· понимать друг друга без слов συνεννοούμαστε χωρίς πολλές κουβέντες· к \словоУ (сказать) разг ἐπάνω σ' αὐτό, σχετικά μ' αὐτο· по последнему \словоу (науки, техники) μέ τήν τελευταία λέξη·2. (речь, выступление) ὁ λόγος, ἡ δημη-γορία, ἡ ἀγόρευση [-ις]; приветственное \слово χίΗ'^τι?ΤΓ'ίΡιος λόγος· заключительное \слово *· ЯН1 ια τοδ κλεισίματος· предоставлять (брать).. δίνω (λαμβάνω или παίρνω) τον λόγο· просить \словоа ζητώ νά μιλήσω, ζητβ τόν λόγο· лишать \словоа ἀφαιρώ τόν λόγο· выступить с кратким \словоом ἐκφωνδ σύντομο λόγο· ◊ \слово не воробей, вылетит не поймаешь погов. σοῦ ξέφυγε ἡ κοοβεντα πίσω δέν ΎΟρίζει. -
19 совершенно
совершеннонареч1. τελείως, ἐντελώς, ὁλότελα:\совершенно незнакомый человек τελείως (или ἐντελώς) ἄγνωστος ἄν-θρωπος· \совершенно верно πολύ σωστά· вы \совершенно правы ἔχετε ἀπόλυτο δίκαιο· я \совершенно убежден, что... εἶμαι ἀπολύτως πεπεισμένος..., τό πιστεύω ἀπόλυτα...· он \совершенно неповинен εἶναι ἐντελώς ἀθῶος·2. (в совершенстве) τέλεια, στήν ἐντέλεια. -
20 уверовать
увероватьсое. (в кого-л., ὠ что-л.) πιστεύω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πιστεύω — trust pres subj act 1st sg πιστεύω trust pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστεύω — πιστεύω, πίστεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πιστεύω — ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. πιστεύγω Ν [πιστός] 1. έχω πίστη, έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον ή σε κάτι (α. «και λογισμό μη βάνης μπλιο και πίστεψέ μου μένα», Ερωτόκρ. β. «ὅτι οὐκ ἐπίστευσαν ἐν τῷ θεῷ», ΠΔ γ. «κοὐκ ἄλλου σαφῆ σημεῑ ἰδοῡσα τῷδε πιστεύω… … Dictionary of Greek
πιστεύω — πίστεψα, πιστεύτηκα 1. έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον ή σε κάτι: Δε σε πιστεύω ό,τι κι αν μου πεις. 2. δέχομαι, παραδέχομαι κάτι σαν αληθινό: Πιστεύω στο Θεό, στα όνειρα. 3. έχω τη γνώμη, δέχομαι: Πιστεύω πως είναι ο καλύτερος απ όλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεπίστευσθε — πιστεύω trust perf imperat mp 2nd pl πιστεύω trust perf ind mp 2nd pl πιστεύω trust perf imperat mp 2nd pl πιστεύω trust perf ind mp 2nd pl πιστεύω trust plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) πιστεύω trust plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπιστευμένα — πιστεύω trust perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπιστευμένᾱ , πιστεύω trust perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπιστευμένᾱ , πιστεύω trust perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστεύεσθε — πιστεύω trust pres imperat mp 2nd pl πιστεύω trust pres ind mp 2nd pl πιστεύω trust imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστεύετε — πιστεύω trust pres imperat act 2nd pl πιστεύω trust pres ind act 2nd pl πιστεύω trust imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστεύσουσι — πιστεύω trust aor subj act 3rd pl (epic) πιστεύω trust fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πιστεύω trust fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστεύσουσιν — πιστεύω trust aor subj act 3rd pl (epic) πιστεύω trust fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πιστεύω trust fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστεύσω — πιστεύω trust aor subj act 1st sg πιστεύω trust fut ind act 1st sg πιστεύω trust aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)