-
1 точно
точно Iнареч μέ ἀκρίβεια, ἀκριβώς/ πιστά, σωστά (верно):\точно переводить μεταφράζω μέ ἀκρίβεια, μεταφράζω πιστά· \точно выполнить поручение ἐκτελώ πιστά τήν ἐντολή· \точно переписа́ть что́-л. ἀντιγράφω κάτι ἀκριβώς· \точно так же как... ἀκριβώς ὅπως...· \точно такой же ὁ ἰδιος ακριβώς, ἰδιος καί ἀπαράλλαχτος· ◊ так \точно! воен. μάλιστα!точно IIнареч1. (подобно) σάν, ὠς:\точно сумасшедший σάν τρελλός·2. (как будто) λές καί, σάν νά:\точно он писа́ть не умеет λες καί δέν ξέρει νά γράφει. -
2 верно
верно 1) (правильно) αλή θεια, σωστά· совершенно \верно πολύ σωστά 2) (преданно) πιστά 3) (вероятно) είναι πιθανό* * *1) ( правильно) αλήθεια, σωστάсоверше́нно ве́рно — πολύ σωστά
2) ( преданно) πιστά3) ( вероятно) είναι πιθανό -
3 манеж
-
4 буквально
επίρ.1. κατά γράμμα,κατά λέξη, πιστά•переводить буквально μεταφράζω πιστά.
2. ολοκληρωτικά, εντελώς, τελείως•он буквально все дни занят αυτός όλες τις μέρες είναι τελείως απασχολημένος.
-
5 верно
επίρ.1. πιστά, αφοσιωμένα•служить верно υπηρετώ πιστά.
|| σωστά•решить задачу верно λύνω το πρόβλημα σωστά.
2. αλήθεια, αληθηνά, πραγματικά, σίγουρα•верно ли что он умер αλήθεια, αυτός πέθανε; είναι σωστό ότι αυτός πέθανε;
3. πιθανώς. -
6 площадка
-и θ.1. πλατεία μικρή• γηπεδάκι• πίστα, στίβος κονίστρα•спортивная площадка αθλητικό γήπεδο•
танцевальная площадка πίστα χορού•
орудииная площадка τηλεβολοστάσιο.
|| χώρος επίπεδος•строительная площадка χώρος οικοδομής•
на лестнице πλατύσκαλο, πλατύβαθμο, κλιμακτήρας.
2. εξέδρα.3. πλατειΐτσα βαγονιού. -
7 автодром
ο αυτοκινητόδρομος δοκιμώνη πίστα (αυτοκινητιστικών) αγώνωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > автодром
-
8 мотодром
η πίστα αγώνων ταχύτητας μοτοσυκλετών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мотодром
-
9 верно
верно1. нареч (преданно) πιστά.2. нареч (правильно) σωστά, ἀκριβῶς·3. предик безл εἶναι σωστό:совершенно \верно πολύ σωστά, ἀπόλυτα σωστά·4. вводн. сл. (вероятно) πιθανόν, μάλλον, ὅπως φαίνεται:он, \верно забыл μάλλον θά ξέχασε· он, \верно не придет φαίνεται πώς δέν θά ἐρθει. -
10 каток
катокм1. (на льду) ἡ πίστα τοῦ πατινάζ·2. тех. ὁ πιεστικός κύλινδρος·3. (для белья) τό μάγγανο[ν], ὁ μαγγανοκύ-λινδρος, ἡ καλαντρα -
11 надежный
надежн||ыйприл στερεός, σταθερός (солидный, прочный)! σίγουρος, πιστός, ἀξιόπιστος (верный)! ἀσφαλής (безопасный):\надежныйые войска τά πιστά στρατεύματα· \надежныйый фундамент τό στερεό θεμέλιο· \надежныйный помощи́ик ὁ πιστός βοηθός· \надежныйый друг ὁ Εμπιστος φίλος· \надежныйая опора τό σταθερό στήριγμα· в \надежныйом месте ἐν ἀσφαλεία, σέ σίγουρο μέρος. -
12 скаковой
скак||овойприл (ίππο)δρομικός:\скаковойова́я лошадь τό ἄλογο κούρσας, ὁ δρομικός ίππος· \скаковойова́я дорожка ὁ στίβος (или ἡ πίστα) ἱπποδρομίου. -
13 верно
[βιέρνα] εκϊρ. πιστά, σωστά, ακριβώς -
14 каток
[κατόκ] ουσ. α πίστα του πατινάζ -
15 верно
[βιέρνα] εκϊρ πιστά, σωστά, ακριβώς -
16 каток
[κατόκ] ουσ α πίστα του πατινάζ -
17 вразброд
επίρ.άτακτα, σκόρπια, -πιστά, ανάκατα, ανακατωμένα. || χώρια, χωριστά, όχι από κοινού•союзники действовали вразброд οι σύμμαχοι δρούσαν ο καθένας χωριστά.
-
18 наблюдать
ρ.δ.1. παρατηρώ, βλέπω, κοιτάζω, παρακολουθώ•наблюдать как играют дети βλέπω πως παίζουν τα παιδιά•
наблюдать течение звзд παρατηρώ την κίνηση των αστεριών•
наблюдать затмение луны παρατηρώ την έκλειψη του φεγγαριού•
наблюдать ход событий παρακολουθώ την πορεία των γεγονότων•
врач -ет больного ο γιατρός παρακολουθεί τον άρρωστο.
2. ερευνώ, σπουδάζω•-жизнь животных παρακολουθώ τηζωή των ζώων.
|| πηγαίνω στ αχνάρια, παρακολουθώ τις κινήσεις.3. επιβλέπω, παρατηρώ•наблюдать за порядком επιβλέπω την τάξη•
наблюдать за ребнком επιβλέπω το παιδάκι.
4. τηρώ, ακολουθώ κάτι πιστά.παρατηρούμαι, συναντιέμαι, έχω τα ίδια γνωρίσματα. || φανερώνομαι, εμφανίζομαι, σημειώνομαι. -
19 протоколировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ.1. γράφω (κρατώ) πρακτικό, -ά, πράξη• γράφω, εγγράφω στα πρακτικά•протоколировать заседание κρατώ πρακτικά της συνεδρίασης.
2. περιγράφω ακριβώς και ξηρά (σαν σε πρακτικό).περιγράφομαι πιστά και ξηρά (σαν σε πρακτικό, στερεότυπα). -
20 танцплощадка
-а θ. πίστα χορού.
См. также в других словарях:
πιστά — πιστόν neut nom/voc/acc pl πιστός 1 liquid neut nom/voc/acc pl πιστά̱ , πιστός 1 liquid fem nom/voc/acc dual πιστά̱ , πιστός 1 liquid fem nom/voc sg (doric aeolic) πιστός 2 to be trusted neut nom/voc/acc pl πιστά̱ , πιστός 2 to be trusted fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστά — επίρρ. τροπ. 1. με πίστη, αφοσίωση: Υπηρέτησε πιστά το αφεντικό του. 2. με ακρίβεια: Να αντιγράψεις πιστά το κείμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πίστα — η, Ν 1. επίπεδο μέρος σταδίου ή ιπποδρόμου κατάλληλο για ασκήσεις ή αγώνες 2. επίπεδος και συνήθως στρογγυλός χώρος σε κέντρο ψυχαγωγίας κατάλληλος για χορό 3. ο χώρος όπου διεξάγονται αγώνες αυτοκινήτων, μοτοσυκλετών ή ποδηλάτων 4. κατάλληλα… … Dictionary of Greek
πίστα — η (λ. ιταλ.) 1. στίβος. 2. χώρος για χορό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιστάς — πιστά̱ς , πιστός 1 liquid fem acc pl πιστά̱ς , πιστός 2 to be trusted fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Έδεσσα της Ελλάδας και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (285 305), μαζί με τη μητέρα του Βάσσα και τα αδέλφια του Θεογόνιο και Αγάπιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 21 Αυγούστου. II Επίσκοπος της… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
ντουμπλάζ — Λατινογενής όρος, που στα ελληνικά μπορεί να αποδοθεί μεταγλώττιση, και υποδηλώνει στη γλώσσα του κινηματογράφου την τεχνική μέθοδο, η οποία επιτρέπει να αντικαθίσταται κατά την εκτύπωση της θετικής κόπιας της ταινίας ο αρχικός ήχος με μια άλλη… … Dictionary of Greek
γκολφ — Άθλημα ανοιχτού χώρου. Κατά τη διάρκειά του, κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την μπάλα με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, μέσα σε διαδοχικές τρύπες ενός κατάλληλα διαμορφωμένου γηπέδου.Κάθε παίκτης χτυπάει την μπάλα με κατάλληλα ρόπαλα… … Dictionary of Greek
ηθοποιώ — ἠθοποιῶ, έω (Α) [ηθοποιός] 1. διαπλάθω το ήθος, διαμορφώνω τον χαρακτήρα 2. εικονίζω, περιγράφω πιστά ήθη, χαρακτήρες, εκφράσεις προσώπων με τον λόγο ή με τη ζωγραφική («ἠθοποιεῑ και κατασκευάζει τά πρόσωπα τῷ λόγῳ πιστά», Διον. Αλ.) 3. εκφράζω… … Dictionary of Greek