-
1 πίν
-
2 πιν-ωδία
-
3 πιν-ώδης
-
4 πινώδης
πιν-ώδης, ες, schmutzig -
5 πινωδία
πιν-ωδία, ἡ, Schmutzigkeit, Unreinigkeit -
6 πινακηδόν
πινακηδόν, adv., brettweise, ῥήματα γομφοπαγῆ πιν. ἀποσπῶν, Ar. Ran. 823, der Schol. erkl. ἀποσπῶν τὰ ῥήματα ὥςπερ πίνακας ἀπὸ πλοίων.
-
7 πίνω
πίνω, fut. πίομαι, welche Form Pind. Ol. 6, 86 als praes. gefaßt wird, von Arist. an gew. πιοῠμαι, was sich schon Xen. Conv. 4, 7 findet, vgl. Lob. Phryn. p. 31 u. Ath. X, 446 d; aor. ἔπιον, πιεῖν, ep. πιέειν, πιέμεν, imperat. πίε, Od. 9, 347, wie Eur. Cycl. 560, gew. πῖϑι, Ar. Vesp. 1489, s. Ath. a. a. O.; die übrigen tempp. werden von ΠΟΩ gebildet, πέπωκα, πέπομαι, ἐπόϑην (vgl. auch πιπίσκω); – trinken, von Menschen u. Thieren; Hom. oft mit essen verbunden, ἐσϑιέμεν καὶ πινέμεν, Od. 2, 305, πῖνε καὶ ἦσϑε, 16, 441 u. oft; πίνεσκεν, Il. 16, 226; αἴ κε πίῃσϑα, Il. 6, 260; gew. c. acc., auch πίνειν κρητῆρας οἴνοιο, 8, 232, wie wir sagen: eine Flasche Wein trinken (so κύλικα Luc. Tox. 63); aber auch c. gen. partit. des Weines, von Etwas trinken, Od. 11, 96. 15, 373. 22, 11; προςανέα πίνοντας, Pind. P. 3, 52; übtr., πέπωκεν αἷμα γαῖα, Aesch. Spt. 803, wie πιοῦσα κόνις μέλαν αἷμα πολιτᾶν Eum. 935, u. öfter, die Erde trinkt, saugt das Blut, wie bei andern Tragg., vgl. Soph. O. R. 1401 O. C. 128; πέπωκα, Eur. Cycl. 534. 584; Ar. oft, πῖν' ἐπὶ ξυμφοραῖς, Equ. 404; in Prosa auch von der Erde, die Regen u. andere Feuchtigkeiten einsaugt, Her. 3, 117. 4, 198; οἱ τὰ φάρμακα πίνοντες παρὰ τῶν ἰατρῶν, Plat. Gorg. 467 c, u. öfter; δειπνήσαντάς τε καὶ πιόντας εὖ μάλα, Phaed. 116 e; ὅ, τι τε ἐδεστέον ἢ ποτέον, Prot. 314 a; ἐκ φιαλῶν, Xen. Cyr. 5, 3, 3; auch ἔπινον ἐν κερατίνοις, An. 5, 9, 4, nach Krüger, wofür Ath. XI, 476 c, die Stelle anführend, den bloßen dat. hat; Sp. – [Ι ist in πίνω stets lang, dah. Strat. 96 (IX, 19) richtig καὶ πίε für καὶ πῖνε geschrieben; im fut. bald lang, bald kurz, ep. gew. lang, πιόμενος Il. 13, 493 Od. 19, 160, wie Ar. Equ. 1289. 1401; vgl. Theogn. 956 u. 1125; bei den Comic. gew. kurz, vgl. Ath. X, 446 d XI, 783 e 471 a XIII, 570 d; im aor. außer πῖϑι immer kurz.]
См. также в других словарях:
πίν — Α (κωμική συντετμ. λ.) αντί πιεῑν … Dictionary of Greek
πῖν' — πῖναι , πίνη fem nom/voc pl πῖνε , πίνω Aër. pres imperat act 2nd sg πῖνε , πίνω Aër. imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) πῖνα , πῖνον liquor made from barley neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ακινητοποιούμαι — ακινητοποιούμαι, ακινητοποιήθηκα, ακινητοποιημένος βλ. πίν. 74 , βλ. πίν. 75 Σημειώσεις: ακινητοποιώ, ακινητοποιούμαι : σπάνια χρησιμοποιείται και ο τύπος ακινητώ (βλ. πίν. 73 , μόνο στον ενεστ.) με την έννοια ακινητοποιώ κάτι ή ακινητοποιούμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατακρατούμαι — κατακρατούμαι, κατακρατήθηκα, κατακρατημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: κατακρατώ, κατακρατούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) και αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό : κατακρατιόμουν … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατακρατώ — κατακρατώ, κατακράτησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: κατακρατώ, κατακρατούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) και αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό : κατακρατιόμουν … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταμετρούμαι — καταμετρούμαι, καταμετρήθηκα, καταμετρημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: καταμετρώ, καταμετρούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) και αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό: κατακρατιόμουν … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταμετρώ — καταμετρώ, καταμέτρησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: καταμετρώ, καταμετρούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) και αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό: κατακρατιόμουν … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταπατούμαι — καταπατούμαι, καταπατήθηκα, καταπατημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: καταπατούμαι : απαντάται ορισμένες φορές και η κλίση κατά το ανακτώμαι (βλ. πίν. 61 ) ή το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρακαλώ — παρακαλώ, παρακάλεσα βλ. πίν. 76 και πρβλ. παρακαλάω Σημειώσεις: παρακαλώ : η κλίση σε ώ, είς (βλ. πίν. 76 ) επικρατεί σε στερεότυπες εκφρ. όπως: σε παρακαλώ ή απλά παρακαλώ, με τις οποίες ζητάει κάποιος ευγενικά κάτι ή επιτρέπει σε κάποιον κάτι… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρακολουθούμαι — παρακολουθούμαι, παρακολουθήθηκα βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: παρακολουθώ, παρακολουθούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) και κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό (παρακολουθιόμουν) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής