Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πικρ-ία

См. также в других словарях:

  • πικρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λ. τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πικρός ή στο επίρρ. πικρά και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι πικρό στη γεύση (πρβλ. πικραμύγδαλο, πικρόγλυκος, πικρόμηλο), επώδυνο, οδυνηρό, δυσάρεστο (πρβλ. πικραγαπημένος, πικροβάσανα,… …   Dictionary of Greek

  • νεάς — νεάς, ἡ (Α) νέα, νεαρή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέος + κατάλ. άς (πρβλ. λεπρ άς, πικρ άς)] …   Dictionary of Greek

  • πικράντερος — η, ο, Ν κακόψυχος, άσπλαγχνος 2. εκδικητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο) * + άντερο / έντερο] …   Dictionary of Greek

  • πικραγαπημένος — η, ο, Ν αγαπημένο πρόσωπο τού οποίου οι περιπέτειες ή ο θάνατος προκαλούν πίκρα, ψυχική οδύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο) * + αγαπημένος] …   Dictionary of Greek

  • πικραδένας — ο, Ν βοτ. γένος φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο) * + αδένας] …   Dictionary of Greek

  • πικροαίματος — η, ο, Ν δύστροπος και αντιπαθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + αίματος (< αἷμα, ατος), πρβλ. γλυκο αίματος] …   Dictionary of Greek

  • πικρογέλαστος — η, ο, Ν αυτός που γελάει με κακία ή δηκτικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + γελώ] …   Dictionary of Greek

  • πικρογόνος — ον, Μ αυτός που γεννάει πίκρες («πικρογόνοι πηγαὶ ἀπιστίας», Κοσμ. Ιερ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + γόνος (< γόνος < γίγνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • πικροκακοπαθώ — έω, Μ παθαίνω πικρά και κακά παθήματα, υφίσταμαι μεγάλες και επώδυνες συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + κακοπαθῶ] …   Dictionary of Greek

  • πικροκλαίω — Ν κλαίω πικρά, θρηνώ με βαθύτατη λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + κλαίω] …   Dictionary of Greek

  • πικροκροκίνη — η, Ν χημ. κυκλική οργανική ένωση, ετερογλυκοζίτης, που αποτελεί το πικρό συστατικό τού κρόκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. picrocrocine < πικρ(ο)* + κροκίνη (< κρόκος, βλ. λ. κρόκινος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»