-
1 πικρός
πικρός, bei Dichtern auch 2 Endgn, wie Od. 4, 406, eigtl. spitz, scharf (vgl. Buttm. Lexil. I p. l 7), ὀϊστός, βέλεμνα, Hom.; γλωχίν, Soph. Trach. 678; daher übh. eindringend, scharf auf die Sinne wirkend; – a) vom Geschmack, herb, bitter; ῥίζα, Il. 11, 846; ἅλμη, Od. 5, 322; ähnlich δάκρυον, 4, 153; ἀπ' ὄμφακος πικρᾶς οἶνος, Aesch. Ag. 944; πικρὰν χολὴν κλύζουσι φαρμάκῳ πικρῷ, Soph. frg. 733; Ggstz von γλυκύς, Her. 7, 35; so auch τὸ λεγόμενον πικρῷ γλυκὺ μεμιγμένον, Plat. Phil. 46 c; πικροὶ καὶ χολώδεις χυμοί, Tim. 86 e. – b) vom Geruch, durchdringend, Od. 4, 406. – c) vom Gefühl, stechend, schneidend, tief schmerzend, ὠδῖνες, Il. 11, 271, wie Soph. Trach. 41, u. eben so, πικροῠ τοῠδ' αἰόλου κνώδοντος, Ai. 1003. – d) vom Gehör, durchdringend, scharf, gellend, bes. von sehr hohen, das Trommelfell schmerzhaft reizenden Tönen, Ar. Pax 795, πικρᾶς οἰμωγᾶς, Soph. Phil. 189, φϑόγγος, O. C. 1606, u. ä., πικρᾶς ὄρνιϑος ὀξὺν φϑόγγον, Ant. 419. – el überh. schmerzhaft, widerwärtig, wodurch man sich verletzt, gekränkt fühlt, Od. 17, 448; πικροτάτα τελευτά, Pind. I. 6, 43; δύαι, Aesch. Prom. 178; τιμωρία, Pers. 465; γάμου πικρὰς τελευτάς, Ag. 725, λύπη, Soph. bl. 644; ἀγῶνες, Ai. 1218; vgl. πικρὰν δοκῶ με πεῖραν τήνδε τολμήσειν ἔτι, El. 462; νόστος, Eur. Phoen. 956; λύπη, Or. 1105; πικροτάτους δεσμούς, Bacch. 634; πικροὺς ἰγώ σοι δείξω νόμους, Ar. Av. 1045; u. in Prosa; ούδὲν τῆς ἀνάγκης πικρότερον, Antiph. 2 β 4; χαλεπὴν καὶ σφόδρα πικρὰν γειτονίαν, Plat. Legg. VIII, 843 c; λόγοι, Gorg. 522 b. – f) auch von Personen, heftig, jähzornig, bes. feindselig, τοὺς φιλτάτους γὰρ οἶδα νῷν ὄντας πικρούς, Aesch. Ch. 232; ἄϑεον ἄνδρα καὶ τοκεῠσιν πικρόν, Eum 147; πικρὸς πολίταις ἐστίν, Eur. Med. 224, u. öfter; εἴς τινα, Her. 1, 123; πονηρὸς καὶ πικρὸς καὶ συκοφάντης vrbdt Dem. 25, 45; u. so adv., ὠμῶς καὶ πικρῶς ἔχειν ἐπί τινι, ib. 83; τύραννος, Pol. 7, 13, 7; δικαστής, streng, 5, 41, 3; καὶ ἀπαραίτητος u. ä. oft (vgl. Arist. eth. 4, 11); u. so auch im adv., πικρῶς διακεῖσϑαι πρός τινα, 4, 14, 1; πικρότατα χρῆσϑαί τινι, 1, 72, 3, u. a. Sp. – [ Hom. braucht ι lang, es findet sich aber auch kurz, Soph. Ai. 500, Theocr. 8, 74]
-
2 πικρός
πικρός, eigtl. spitz, scharf; übh. eindringend, scharf auf die Sinne wirkend; (a) vom Geschmack: herb, bitter; (b) vom Geruch: durchdringend; (c) vom Gefühl: stechend, schneidend, tief schmerzend; (d) vom Gehör: durchdringend, scharf, gellend, bes. von sehr hohen, das Trommelfell schmerzhaft reizenden Tönen; (d) überh. schmerzhaft, widerwärtig, wodurch man sich verletzt, gekränkt fühlt; (e) auch von Personen: heftig, jähzornig, bes. feindselig; δικαστής, streng -
3 παρά-πικρος
παρά-πικρος, etwas bitter, Schol. Ar. Vesp. 873.
-
4 περί-πικρος
περί-πικρος, sehr herb, bitter, Procl. u. a. Sp.
-
5 πολύ-πικρος
πολύ-πικρος, sehr bitter, sehr schmerzhaft; μὴ πολύπικρα καὶ αἰνὰ βίας ἀποτίσεαι, adverbial, Od. 16, 255. – Adv., Eust.
-
6 φιλό-πικρος
φιλό-πικρος, das Bittere liebend, Arist. eth. eud. 2, 10.
-
7 κατά-πικρος
κατά-πικρος, sehr bitter, herb, LXX.
-
8 γλυκύ-πικρος
γλυκύ-πικρος, bittersüß, Ἔρως Sappho 37; βέλος ἔρωτος Mel. 76 (XII, 109); Posidip. 11 (V, 134); Plut. Symp. 5, 7, 2.
-
9 διά-πικρος
διά-πικρος, sehr bitter, D. Sic. 2, 48.
-
10 βαθύ-πικρος
βαθύ-πικρος, sehr bitter, Diosc.
-
11 θελξί-πικρος
θελξί-πικρος, κνησμονή, schmerzhaft reizend, Ep. ad. 445 ( App. 304).
-
12 ἀρί-πικρος
ἀρί-πικρος, sehr bitter, Hesych.
-
13 ὀξύ-πικρος
ὀξύ-πικρος, scharfbitter, VLL.
-
14 ἄ-πικρος
ἄ-πικρος, ohne Bitterkeit, Arist. Virt. et vit. 4, 3.
-
15 ἐπί-πικρος
ἐπί-πικρος, etwas bitter, Sp.
-
16 ἐχέ-πικρος
ἐχέ-πικρος, Erkl. des vorigen Wortes, Eust.
-
17 ὑπό-πικρος
ὑπό-πικρος, etwas bitter; Diphil. bei Ath. III, 91 b; Theophr.
-
18 ὑπέρ-πικρος
ὑπέρ-πικρος, übermäßig bitter, auch übertr., von strenger Gemüthsart, Aesch. Prom. 946.
-
19 ἔμ-πικρος
-
20 ἔκ-πικρος
ἔκ-πικρος, sehr bitter, Arist. Probl. 4, 30.
См. также в других словарях:
πικρός — pointed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek
Πικρός, Πέτρος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πέτρου Γεναρόπουλου, Κωνσταντινούπολη 1900 – Αθήνα 1956). Συγγραφέας. Νέος έζησε στην Ελβετία και στο Παρίσι, όπου για ένα διάστημα σπούδασε ιατρική και το 1920 ήρθε στην Αθήνα, όπου ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και… … Dictionary of Greek
πικρός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει πικρή γεύση: Πολλά αγγούρια είναι πικρά. 2. μτφ., λυπηρός, δυσάρεστος, πειραχτικός: Η αλήθεια είναι πικρή, μα πρέπει να λέγεται. – Μου μίλησε πικρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πικρότερον — πικρός pointed adverbial comp πικρός pointed masc acc comp sg πικρός pointed neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικροτάτων — πικρός pointed fem gen superl pl πικρός pointed masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικροτέραις — πικρός pointed fem dat comp pl πικροτέρᾱͅς , πικρός pointed fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικροτέρων — πικρός pointed fem gen comp pl πικρός pointed masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικροτέρως — πικρός pointed adverbial comp πικρός pointed masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρόν — πικρός pointed masc acc sg πικρός pointed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρότατα — πικρός pointed adverbial superl πικρός pointed neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)