-
1 огорчиться
-
2 огорчить
огорчить πικραίνω, προξενώ λύπη· я огорчён тем, что... λυπούμαι που... \огорчиться πικραίνομαι* * *πικραίνω, προξενώ λύπηя огорчён тем, что… — λυπούμαι που...
-
3 расстроить
расстроить 1) (что-л.) χαλνώ; ματαιώνω (помешать осуществлению) 2) (кого-л.) πικραίνω, στενοχωρώ, λυπώ \расстроиться 1) (разладиться) αποτυχαίνω 2) (огорчиться) πικραίνομαι, στενοχωριέμαι* * *1) (что-л.) χαλνώ; ματαιώνω ( помешать осуществлению)2) (кого-л.) πικραίνω, στενοχωρώ, λυπώ -
4 расстроиться
1) ( разладиться) αποτυχαίνω2) ( огорчиться) πικραίνομαι, στενοχωριέμαι -
5 горевать
гореватьнесов λυπούμαι, πικραίνομαι, θλίβομαι, πενθώ:\горевать ὁ ком-л. κλαίω (или θρηνῶ) γιά κάποιον \горевать ὁ чем-л. λυπούμαι γιά κάτι. -
6 кручиниться
кручи́н||итьсянесов поэт. λυπούμαι, θλίβομαι, πικραίνομαι. -
7 огорчаться
огорч||атьсяλυπάμαι, στενοχωριέμαι, πικραίνομαι:не \огорчатьсяайтесь μή στενοχωριέστε. -
8 печалиться
печалить||сяπικραίνομαι, θλίβομαι, χολοσκάνω, κακοκαρδίζομαι. -
9 разобидеться
разобидеть||сяπροσβάλλομαι, θίγομαι, πειράζομαι, πικραίνομαι. -
10 расстраиваться
расстраивать||ся1. (приходить в расстройство) χαλνώ (άμετ.), ταράσσομαι·2. (о музыкальном инструменте) ξεκουρ-δίζομαι·3. (огорчаться) συγχύζομαι, πικραίνομαι, στενοχωριέμαι. -
11 огорчаться
[αγκαρτσάτ'σα] ρ. στενοχωριέμαι, πικραίνομαι -
12 огорчаться
[αγκαρτσάτ'σα] ρ στενοχωριέμαι, πικραίνομαι -
13 горевать
-рюю, -рюешьρ.δ.στενοχωριέμαι, πικραίνομαι, θλίβομαι, λυπούμαι•горюй не горюй мертвого не воротишь στενοχωρηθείς δε στενοχωρηθείς τον πεθαμένο δεν τον ανασταίνεις.
(απλ.) φτωχοζώ, φτωχοδέρνω,δυστυχώ•двое братьев богато живут, а третий кое-как горюет τα δυο αδέρφια ζουν πλούσια, όμως ο τρίτος δυστυχεί.
εκφρ.горе горевать – καταπικραίνομαι, καταφαρμακώνομαι, καταστενοχωριέμαι. -
14 горюниться
ρ.δ. (απλ.) δυστυχώ, πέφτω σε δυστυχίες, περνώ δυστυχίες. || θλίβομαι, λυπούμαι, πικραίνομαι. -
15 закручиниться
ρ.σ. (λαϊκή ποίηση) αρχίζω να θλίβομαι, να στενοχωριέμαι, να πικραίνομαι, να μελαγχολώ. -
16 запечалиться
-люсь, -литьсяρ.σ. λυπούμαι, θλίβομαι, φαρμακώνομαι, πικραίνομαι. -
17 кручиниться
-нюсь, -нишьсяρ.δ.(λκ. ποίηση) θλίβομαι, λυπούμαι., πικραίνομαι, σεκλετίζομαι. -
18 натужиться
-жусь, -жишьсяρ.σ. (πολύ ή μακρόχρονα) θλίβομαι, πικραίνομαι, λυπούμαι, λιώνω, μαραίνομαι•натужиться от разлуки μαραίνομαι από το χωρισμό.
-
19 оконфузить
-
20 омрачить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. омрачённый, βρ: -чен, -чена, -чено.1. επισκοτίζω. || μτφ. συσκοτίζω.2. απαγοητεύω καταθλίβω, καταλυπώ. || μτφ. αμαυρώνω, επισκιάζω.1. σκοτεινιάζω, καλύπτομαι από σκοτάδι.2. τα βλέπω όλα μαύρα, καταθλίβομαι, καταλυπούμαι, στενοχωρούμαι, πικραίνομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πικραίνομαι — πικραίνομαι, πικράθηκα, πικραμένος βλ. πίν. 45 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πικραίνομαι — πικραίνω make sharp pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπώ — (AM λυπῶ, έω) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί λύπη, προξενώ θλίψη, δυσαρεστώ, πικραίνω (α. «μέ λύπησε πολύ η συμπεριφορά του» β. «τῶν δὲ πημονῶν μάλιστα λυποῡσ αἳ φανῶσ αὐθαίρετοι», Σοφ. γ. «ἄγαν με λυπεῑς καὶ σὺ καὶ τὸ σὸν λέχος», Σοφ.) 2. μέσ.… … Dictionary of Greek
πικραίνω — ΝΜΑ [πικρός] 1. προκαλώ σε κάποιον την αίσθηση τού πικρού («κατάφαγε αὐτό καὶ πικρανεῑ σου τὴν κοιλίαν», ΚΔ) 2. προκαλώ πικρία, θλίψη σε κάποιον (α. «μέ πίκρανες τόσα χρόνια» β. «ὀ Παντοκράτωρ ὁ πικράνας μου τὴν ψυχήν», ΠΔ) 3. παθ. πικραίνομαι α) … Dictionary of Greek
συνεκπικραίνομαι — Α πικραίνομαι ή εξοργίζομαι μαζί με κάποιον («συνεκπικραίνεσθαι τοῑς ἐκείνων πάθεσι καὶ νοσήμασι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκπικραίνομαι «πικραίνομαι, στενοχωριέμαι»] … Dictionary of Greek
ακαρδίζω — (και ανακαρδίζω) [άκαρδος] πικραίνομαι, δυσαρεστούμαι … Dictionary of Greek
ακαχίζω — ἀκαχίζω (Α) 1. θλίβω, πικραίνω (Όμ. π 432) 2. παθ. στενοχωρούμαι, πικραίνομαι (Όμ. δ 806). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος (σε ίζω) τ. τού ρήματος ἄχομαι*, που έχει προέλθει με αναδιπλασιασμό (πρβλ. τους επίσης αναδιπλασιασμένους τύπους αορίστου και… … Dictionary of Greek
εμπικραίνομαι — ἐμπικραίνομαι (AM) (απολ.) πικραίνομαι, θλίβομαι αρχ. 1. έχω πικρία ή οργή εναντίον κάποιου 2. (για αρρώστια) επιδεινώνομαι … Dictionary of Greek
θυμίζω — (I) (Μ θυμίζω) νεοελλ. μσν. (μτβ.) υπενθυμίζω, κάνω κάποιον να θυμηθεί μσν. μέσ. θυμίζομαι θυμάμαι («θυμίζετον τό κάλλος», Διγ. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. και νεοελλ. τ. θυμίζω < αρχ. εν θυμίζω < εν + θυμίζω (< θυμός)]. (II) θυμίζω (Α)… … Dictionary of Greek
ιαίνω — (Α ἰαίνω) θεραπεύω, γιατρεύω αρχ. 1. (ενεργ. και παθ.) θερμαίνω, ζεσταίνω (α. «ἀμφὶ δὲ οἱ πυρὶ χαλκὸν ἰήνατε, θέρμετε δ ὕδωρ», Ομ. Οδ. β. «ἰαίνετο δ ὕδωρ», Ομ. Οδ.) 2. κάνω κάτι μαλακό με τη θερμότητα, τήκω («ἰαίνετο κηρός», Ομ. Οδ.) 3. ευφραίνω … Dictionary of Greek
κακοπικραίνομαι — (Μ) πικραίνομαι πολύ, θλίβομαι … Dictionary of Greek