Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πικραίνομαι

См. также в других словарях:

  • πικραίνομαι — πικραίνομαι, πικράθηκα, πικραμένος βλ. πίν. 45 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πικραίνομαι — πικραίνω make sharp pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπώ — (AM λυπῶ, έω) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί λύπη, προξενώ θλίψη, δυσαρεστώ, πικραίνω (α. «μέ λύπησε πολύ η συμπεριφορά του» β. «τῶν δὲ πημονῶν μάλιστα λυποῡσ αἳ φανῶσ αὐθαίρετοι», Σοφ. γ. «ἄγαν με λυπεῑς καὶ σὺ καὶ τὸ σὸν λέχος», Σοφ.) 2. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • πικραίνω — ΝΜΑ [πικρός] 1. προκαλώ σε κάποιον την αίσθηση τού πικρού («κατάφαγε αὐτό καὶ πικρανεῑ σου τὴν κοιλίαν», ΚΔ) 2. προκαλώ πικρία, θλίψη σε κάποιον (α. «μέ πίκρανες τόσα χρόνια» β. «ὀ Παντοκράτωρ ὁ πικράνας μου τὴν ψυχήν», ΠΔ) 3. παθ. πικραίνομαι α) …   Dictionary of Greek

  • συνεκπικραίνομαι — Α πικραίνομαι ή εξοργίζομαι μαζί με κάποιον («συνεκπικραίνεσθαι τοῑς ἐκείνων πάθεσι καὶ νοσήμασι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκπικραίνομαι «πικραίνομαι, στενοχωριέμαι»] …   Dictionary of Greek

  • ακαρδίζω — (και ανακαρδίζω) [άκαρδος] πικραίνομαι, δυσαρεστούμαι …   Dictionary of Greek

  • ακαχίζω — ἀκαχίζω (Α) 1. θλίβω, πικραίνω (Όμ. π 432) 2. παθ. στενοχωρούμαι, πικραίνομαι (Όμ. δ 806). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος (σε ίζω) τ. τού ρήματος ἄχομαι*, που έχει προέλθει με αναδιπλασιασμό (πρβλ. τους επίσης αναδιπλασιασμένους τύπους αορίστου και… …   Dictionary of Greek

  • εμπικραίνομαι — ἐμπικραίνομαι (AM) (απολ.) πικραίνομαι, θλίβομαι αρχ. 1. έχω πικρία ή οργή εναντίον κάποιου 2. (για αρρώστια) επιδεινώνομαι …   Dictionary of Greek

  • θυμίζω — (I) (Μ θυμίζω) νεοελλ. μσν. (μτβ.) υπενθυμίζω, κάνω κάποιον να θυμηθεί μσν. μέσ. θυμίζομαι θυμάμαι («θυμίζετον τό κάλλος», Διγ. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. και νεοελλ. τ. θυμίζω < αρχ. εν θυμίζω < εν + θυμίζω (< θυμός)]. (II) θυμίζω (Α)… …   Dictionary of Greek

  • ιαίνω — (Α ἰαίνω) θεραπεύω, γιατρεύω αρχ. 1. (ενεργ. και παθ.) θερμαίνω, ζεσταίνω (α. «ἀμφὶ δὲ οἱ πυρὶ χαλκὸν ἰήνατε, θέρμετε δ ὕδωρ», Ομ. Οδ. β. «ἰαίνετο δ ὕδωρ», Ομ. Οδ.) 2. κάνω κάτι μαλακό με τη θερμότητα, τήκω («ἰαίνετο κηρός», Ομ. Οδ.) 3. ευφραίνω …   Dictionary of Greek

  • κακοπικραίνομαι — (Μ) πικραίνομαι πολύ, θλίβομαι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»