-
1 πιεστήριον
πιεστήριον, τό, sc. ὄργανον, Presse, Diosc.
-
2 πιεστήριον
πιεστήριον, τό, sc. ὄργανον, Presse -
3 πιεστήριον
πιεστήριοςpressing: masc /fem acc sgπιεστήριοςpressing: neut nom /voc /acc sg -
4 ἐκ-πιεστήριον
ἐκ-πιεστήριον, τό, Prosse, Ar. bei Poll. 10, 135.
-
5 πίεστρον
πίεστρον, τό, = πιεστήριον, Galen.
-
6 πιεστήριος
II πιεστήριον, τό, press, Dsc.4.75; [dialect] Dor. πιαστήριον Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιεστήριος
-
7 πίεστρον
πῐεσ-τρον, τό,A = πιεστήριον, Hp.Mul.1.70, Gal.19.104, 130.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πίεστρον
-
8 ἐκπιεστήριον
ἐκ-πιεστήριον, τό, Presse
См. также в других словарях:
πιεστήριον — πιεστήριος pressing masc/fem acc sg πιεστήριος pressing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωτάγρα — ἡ, Α βασανιστήριο όργανο για τα αφτιά («δακτυλήθρα, ποδοστράβη, πιεστήριον, ῥινολαβία, ὠτάγρα», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + ἄγρα (πρβλ. ποδ άγρα)] … Dictionary of Greek