-
1 πιεστήριος
II πιεστήριον, τό, press, Dsc.4.75; [dialect] Dor. πιαστήριον Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιεστήριος
См. также в других словарях:
πιεστήριος — α, ο / πιεστήριος, ον, ΝΜΑ, και πιαστήριος Α [πιεστήρ] 1. αυτός με τον οποίο πιέζει, συνθλίβει κανείς κάτι («πιαστήρια /ὄργανα», Ηλιόδ.) 2.το ουδ. ως ουσ. το πιεστήριο(ν) και πιαστήριον το όργανο με το οποίο πιέζει, συνθλίβει κανείς κάτι νεοελλ.… … Dictionary of Greek