-
81 огнестойкий
огнестойкийприл ἀφλεκτος, ἀλεξίπυ-ρος, πυρίμαχος. -
82 ординатор
ординаторм мед. ὁ ἐσωτερικός £ατ-ρός (νοσοκομείου). -
83 отсырелый
отсыре||лыйприл ὑγρός, νοτερός, ὀγ-ρός. -
84 писака
писака м, ж разг презр. ὁ κονδυλο-φόρος:газетный \писака ὁ λιβελλογράφος· продажный \писака ὁ πουλημένος κονδυλοφό-Ρος. -
85 плавунец
плавунецм зоол. ὁ λιμνόβιος κάνθα-ρος. -
86 прочий
проч||ийприл ἀλλος, ὑπόλοιπος, ἔτε-ρος:между \прочийим а) (попутно) ἀνάμεσα στ' ἀλλα, παρεμπιπτόντως, б) (как вводное слово) ἐδώ πού τά λέμε· помимо всего \прочийего ἐκτός ἀπ' ὅλα αὐτά· и \прочийее καί τά λοιπά (κ.τ.λ). -
87 свобода
свобод||аж ἡ ἐλευθερία, ἡ λευτεριά:\свобода сдова ἡ ἐλευθερία τοῦ λόγου· \свобода печати ἡ ἐλευθερία той τύπου, ἡ ἐλευθεροτυπία· \свобода совести ἡ ἐλευθερία τής συνεί-ο^ΐς· выпускать кого-л. на \свободау ἀπολύω κάποιον, ἀφήνω κάποιον ἐλεύθερο· предоставлять кому́-л. полную \свободау παρέχω σε κάποιον πλήρη ἐλευθερία· на \свободае а) ™υ*Ρος, б) στον ἐλεύθερο χρόνο, οταν ὁεν ἐχο) δουλειά (на досуге). -
88 турбовинтовой
турбовинтовойприл ἀεριοστροβιλοφό-ρος. -
89 угольщик
у́голь||щикм1. (рабочий) ὁ ἀνθρακωρύχος·2. (торговец древесным углем) ὁ καρβουνιάρης, ὁ ἀν-θρακεύς, ὁ ἀνθρακοπώλης, ὁ ἀνθρακέμπο-ρος. -
90 хохлатый
хохлатыйприл (о птицах) θυσανοφό-ρος, μέ κατσούλα -
91 хрупкий
хру́пк||ийприл1. εὐθραυστος, ψαθυ-ρός, εὔθρυπτος:\хрупкий металл τό εὔθραυστο μέταλλο· \хрупкий ледок τό λεπτό στρώμα πάγου·2. перен λεπτός, φίνος, ντελικάτος/ ἀδύνατος (слабый):\хрупкийая девушка ἡ λεπτή κοπέλλα· \хрупкийое здоровье ἡ ἀδύνατη ὑγεία. -
92 шеф
шефм1. (начальник) разг ὁ προ· ϊστάμενος·2. (шефствующий) ὁ κηδεμότ νας, ὁ πάτρων ◊ \шефпо́вар ὁ ἀρχιμάγει-ρος. -
93 яхонт
яхонтм уст. τό ρουμπίνι, ὁ σάπφει-ρος. -
94 νούφαρο
[νούφαρ (-ρος)] τό бот. кувшинка, водяная лилия -
95 Ίρος
-
96 Ἶρος
-
97 Καρός
Κᾱρός, Κάρexperimentum facere in corpore vili: masc gen sg -
98 άιρος
-
99 ἄιρος
-
100 άκυρος
См. также в других словарях:
Ρος — (Ross). Επώνυμο 2 Άγγλων εξερευνητών. 1. Τζέιμς (Λονδίνο 1800 – Έιλσμπερι 1862). Ήταν ένας από τους πιο τολμηρούς και τυχερούς εξερευνητές των πόλων και συνέβαλε πολύ στη γνώση του αρκτικού καναδικού αρχιπελάγους και της παράκτιας διαμόρφωσης της … Dictionary of Greek
Ρος, Ρόναλντ — (Ross, 1857 – 1932). Άγγλος γιατρός και βακτηριολόγος. Σπούδασε ιατρική και υπηρέτησε σαν στρατιωτικός γιατρός στον αγγλικό στρατό των Ινδιών. Ο διορισμός του στη θέση αυτή τον βοήθησε στις έρευνές του για τα αίτια της ελονοσίας. Διαπίστωσε τότε… … Dictionary of Greek
Κλαρκ, Αλεξάντερ Ρος — (Alexander Ross Clarke, Ρέντινγκ 1828 – Ρεϊγκέιτ 1914). Άγγλος γεωδαίτης (επιστήμονας που ασχολείται με τον προσδιορισμό του σχήματος και του μεγέθους της γήινης επιφάνειας ή εκτάσεών της). Προσδιόρισε δύο φορές, το 1866 και το 1880, τις… … Dictionary of Greek
Λα Φαγιέτ, Μαρί Ζοζέφ Πολ Ιβ Ρος Ζιλμπέρ Μοτιέ, μαρκήσιος του- — (Marie Joseph Paul Yves Roch Gilbert du Motier marquis de La Fayette, Σαβανιάκ 1757 – Παρίσι 1834). Γάλλος στρατηγός και πολιτικός. Ενθουσιασμένος από την αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, οδηγήθηκε νεότατος στην Αμερική για να συμμετάσχει… … Dictionary of Greek
Ντε λα Ρος — (De la Roche). Επώνυμο οικογένειας Βουργουνδών ηγεμόνων ελληνικών περιοχών επί φραγκοκρατίας. Βλ. λ. Δελαρός … Dictionary of Greek
Όθων ντε λα Ρος — (Otton de la Roche). Βλ. λ. Δελαρός … Dictionary of Greek
Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… … Dictionary of Greek
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek
γαμπρός — ο (AM γαμβρός) 1. σύζυγος τής θυγατέρας κάποιου 2. σύζυγος τής αδελφής 3. ο νιόπαντρος ή εκείνος που ετοιμάζεται να παντρευτεί, ο μνηστήρας νεοελλ. 1. καθένας που βρίσκεται σε ηλικία γάμου ή θέλει να παντρευτεί 2. φρ. α) «σαν θέλει η νύφη κι ο… … Dictionary of Greek
χόνδρος — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… … Dictionary of Greek
σφοδρός — ή, ό / σφοδρός, ά, όν, ΝΜΑ, και σφοδρός, όν, Α ορμητικός, βίαιος ή έντονος, ισχυρός (α. «σφοδρή θαλασσοταραχή» β. «σφοδρός έρωτας» γ. «σφοδρόν καῡμα», Γαλ. δ. «σφοδρὸν μῑσος», Θουκ.) αρχ. 1. (για πρόσ.) α) παράφορος («νέος δὲ καὶ σφοδρὸς ὁ υἱὸς… … Dictionary of Greek