-
61 важный
важный σπουδαίος, σοβα ρός σημαντικός (значитель ный)' \важныйое дело η σοβαρή υπόθεση* * *σπουδαίος, σοβαρός; σημαντικός ( значительный)ва́жное де́ло — η σοβαρή υπόθεση
-
62 включиться
( присоединиться) παίρνω μέρος, συμμετέχω -
63 впереди
впереди 1. нареч. 1) (ε)μπ— ρός, μπροστά станем \впереди ας σταθούμε μπρος 2) (в буду щем): у нас \впереди ещё есть время έχουμε ακόμα καιρό 2. предлог μπροστά \впереди нас μπροστά μας; \впереди всех μπροστά απ'όλους* * *1. нареч.1) (ε)μπρός, μπροστάста́нем впереди́ — ας σταθούμε μπρος
2) ( в будущем)2. предлогу нас впереди́ ещё есть вре́мя — έχουμε ακόμα καιρό
впереди́ нас — μπροστά μας
впереди́ всех — μπροστά απ'όλους
-
64 громкий
-
65 жилой
жилой κατοικήσιμος \жилойое помещение η κατοικία \жилойая площадь о κατοικήσιμος χώ ρος* * *жило́е помеще́ние — η κατοικία
жила́я пло́щадь — ο κατοικήσιμος χώρος
-
66 знаменосец
-
67 знойный
-
68 категория
категория ж η κατηγορία весовая \категория το σωματικό βάρος* * *жη κατηγορίαвесова́я катего́рия — το σωματικό βάρος
-
69 длинионогий
длинио||ногийприл μακροπόδης, μακροπόδα-ρος, μακρόπους. -
70 еж
ежλ. ὁ σκαντζόχοιρος, ὁ ἀκανθόχοι-ρος· ◊ морской \еж ὁ ἀχινός. -
71 животворный
животворныйприл ζωογόνος, ζωηφό-ρος. -
72 индиго
индигос нескл.1. (краска) τό ἰνδι-κό[ν], τό λουλάκι·2. бот. ἡ ἰνδικοφό-ρος, ἡ βαφική. -
73 круг
кругм в разн. знач. ὁ κύκλος, ὁ γδ-ρος:описывать \круг διαγράφω κύκλο· начертить \круг χαράσσω κύκλο· беговой \круг спорт. ὁ γύρος· Полярный \круг ὁ πολικός κύκλος· \круг сыра τό κεφάλι τυρί· спасательный \круг τό σωσίβιο· \круг деятельности ἡ σφαίρα δράσης· \круг знаний ὁ κύκλος των γνώσεων в тесном \кругу σέ στενό κύκλο· в \кругу́ семьи́ μέ τήν οίκογένεια, σέ οἰκογενειακό κύκλο· широкие \кругй населения τά πλατειά στρώματα τοῦ πλη-θυσμοῦ· правительственные \круги́ οἱ κυβερνητικοί κύκλοι· правящие \круги́ οἱ Ιθύνοντες, οἱ καθοδηγητικοί κύκλοι· дипломатические \кругй οἱ διπλωματικοί κύκλοι· ◊ у него \круги́ под глазами ἐχει τά μάτια κομμένα. -
74 крылатый
крылат||ыйприл πτερωτός, πτεροφό-ρος· ◊ \крылатыйые слова ἔπεα πτερόεντα -
75 курильщик
курильщикм ὁ καπνιστής, ὁ φουμαδό-ρος. -
76 куцый
ку́цыйприл разг1. κολοβός, κόλου-ρος (бесхвостый)/ κοντός (короткополый):\куцый щенок τό κολοβό κουταβάκι· \куцый сюртучок τό κοντό σακκάκι·2. перен (ограниченный) κουτσουρεμένος, κολοβός. -
77 лоб
лобм τό μέτωπο[ν], τό κούτελο:на-хму́рить \лоб κατσουφιάζω, συνοφρυοῦμαι· ◊ быть семи́пя́дей во лбу́ погов. εἶμαι σο<ρός· пустить себе пулю в \лоб τινάζω τά μυαλά μου στόν ἀέρα, αὐτοκτονώ. -
78 нелюбезный
нелюбезныйприл ἀπροσηγορος, ψυχ· ρός, ἀπότομος / ἀγενής (невежливый):\нелюбезный ответ ἡ ἀγενής (или αὐθάδης) ἀπἀντηση. -
79 необъятный
необъя́тн||ыйприл ἄπει· ρος, ἀχανής, ἀπέραντος:\необъятныйое пространство τό ἀχανές διάστημα, ἡ ἀπέραντη ἐκταση. -
80 нудный
ну́дныйприл ἀνιαρός, βαρετός, ὀχλη-ρός, ἐνοχλητικός:\нудный человек βαρετός ἄνθρωπος.
См. также в других словарях:
Ρος — (Ross). Επώνυμο 2 Άγγλων εξερευνητών. 1. Τζέιμς (Λονδίνο 1800 – Έιλσμπερι 1862). Ήταν ένας από τους πιο τολμηρούς και τυχερούς εξερευνητές των πόλων και συνέβαλε πολύ στη γνώση του αρκτικού καναδικού αρχιπελάγους και της παράκτιας διαμόρφωσης της … Dictionary of Greek
Ρος, Ρόναλντ — (Ross, 1857 – 1932). Άγγλος γιατρός και βακτηριολόγος. Σπούδασε ιατρική και υπηρέτησε σαν στρατιωτικός γιατρός στον αγγλικό στρατό των Ινδιών. Ο διορισμός του στη θέση αυτή τον βοήθησε στις έρευνές του για τα αίτια της ελονοσίας. Διαπίστωσε τότε… … Dictionary of Greek
Κλαρκ, Αλεξάντερ Ρος — (Alexander Ross Clarke, Ρέντινγκ 1828 – Ρεϊγκέιτ 1914). Άγγλος γεωδαίτης (επιστήμονας που ασχολείται με τον προσδιορισμό του σχήματος και του μεγέθους της γήινης επιφάνειας ή εκτάσεών της). Προσδιόρισε δύο φορές, το 1866 και το 1880, τις… … Dictionary of Greek
Λα Φαγιέτ, Μαρί Ζοζέφ Πολ Ιβ Ρος Ζιλμπέρ Μοτιέ, μαρκήσιος του- — (Marie Joseph Paul Yves Roch Gilbert du Motier marquis de La Fayette, Σαβανιάκ 1757 – Παρίσι 1834). Γάλλος στρατηγός και πολιτικός. Ενθουσιασμένος από την αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, οδηγήθηκε νεότατος στην Αμερική για να συμμετάσχει… … Dictionary of Greek
Ντε λα Ρος — (De la Roche). Επώνυμο οικογένειας Βουργουνδών ηγεμόνων ελληνικών περιοχών επί φραγκοκρατίας. Βλ. λ. Δελαρός … Dictionary of Greek
Όθων ντε λα Ρος — (Otton de la Roche). Βλ. λ. Δελαρός … Dictionary of Greek
Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… … Dictionary of Greek
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek
γαμπρός — ο (AM γαμβρός) 1. σύζυγος τής θυγατέρας κάποιου 2. σύζυγος τής αδελφής 3. ο νιόπαντρος ή εκείνος που ετοιμάζεται να παντρευτεί, ο μνηστήρας νεοελλ. 1. καθένας που βρίσκεται σε ηλικία γάμου ή θέλει να παντρευτεί 2. φρ. α) «σαν θέλει η νύφη κι ο… … Dictionary of Greek
χόνδρος — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… … Dictionary of Greek
σφοδρός — ή, ό / σφοδρός, ά, όν, ΝΜΑ, και σφοδρός, όν, Α ορμητικός, βίαιος ή έντονος, ισχυρός (α. «σφοδρή θαλασσοταραχή» β. «σφοδρός έρωτας» γ. «σφοδρόν καῡμα», Γαλ. δ. «σφοδρὸν μῑσος», Θουκ.) αρχ. 1. (για πρόσ.) α) παράφορος («νέος δὲ καὶ σφοδρὸς ὁ υἱὸς… … Dictionary of Greek