Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πημοσύνη

См. также в других словарях:

  • πημοσύνη — ἡ, Α η πημονή*, συμφορά, δυστύχημα, πάθημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῆμα + κατάλ. σύνη (πρβλ. οικτο σύνη)] …   Dictionary of Greek

  • πημοσύναις — πημοσύνη fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πημοσύνην — πημοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πημοσύνας — πημοσύνᾱς , πημοσύνη fem acc pl πημοσύνᾱς , πημοσύνη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»