-
1 πημοσύνη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πημοσύνη
-
2 πημοσύναις
πημοσύνηfem dat pl -
3 πημοσύνην
πημοσύνηfem acc sg (attic epic ionic) -
4 πημοσύνας
πημοσύνᾱς, πημοσύνηfem acc plπημοσύνᾱς, πημοσύνηfem gen sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
πημοσύνη — ἡ, Α η πημονή*, συμφορά, δυστύχημα, πάθημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῆμα + κατάλ. σύνη (πρβλ. οικτο σύνη)] … Dictionary of Greek
πημοσύναις — πημοσύνη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημοσύνην — πημοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημοσύνας — πημοσύνᾱς , πημοσύνη fem acc pl πημοσύνᾱς , πημοσύνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)