-
1 πηλώδες
-
2 πηλῶδες
-
3 στέριφος
στέριφος, = στερεός, στεῤῥός, starr, steif, fest; ῃ πηλῶδες ἦν καὶ στεριφώτατον, Thuc. 6, 101; τὰς πρώρας τῶν νεῶν ξυντεμόντες ἐς ἔλασσον στεριφωτέρας ἐποίησαν, 7, 56; unfruchtbar, Ar. Th. 641, von einer Frau, wie Plat. Theaet. 149 b; Arist. H. A. 9, 4; vgl. Ruhnk. Tim. p. 239. – Beim Schiffe ist ἡ στέριφος = στεῖρα, Suid. v. ἐπωτίσιν.
-
4 κλέπας
κλέπας· νοτερόν, πηλῶδες· ἢ δασύ, ἢ ὑγρόν, Hsch. -
5 κλέπας
Grammatical information: adj.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: In the meaning νοτερόν etc. by Fick (1, 428; 2, 103) and Zupitza (Die germ. Gutturale 37) connected with OIr. cluain `meadow' and Balt., e. g. Lith. šlàpti `become wet', as ὑψηλόν by Specht KZ 68, 127 taken to Lat. culmen `top' etc. (?).Page in Frisk: 1,870Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κλέπας
См. также в других словарях:
πηλῶδες — πηλώδης clayey masc/fem voc sg πηλώδης clayey neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέπας — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νοτερόν, πηλῶδες ἤ δασύ, ἤ ὑγρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις που κατά καιρούς έχουν προταθεί δεν είναι πειστικές] … Dictionary of Greek
γεωπυραμίδες — Πυραμίδες που σχηματίζονται από τη διαβρωτική επίδραση του νερού της βροχής σε πηλώδες ή αμμώδες έδαφος, στο οποίο υπάρχουν διάσπαρτοι πέτρινοι όγκοι. Το νερό διαβρώνει το έδαφος και αφήνει ανέπαφο μόνο το τμήμα εκείνο που καλύπτεται από τους… … Dictionary of Greek
γραουβάκες — Ιζηματογενές πέτρωμα της ομάδας των ψαμμιτών, που έχει συνήθως γκρίζο χρώμα και αποτελείται από θραύσματα χαλαζία, αστρίων, μαρμαρυγιών, πυριτικών σχιστόλιθων, αργιλικών σχιστόλιθων, γνευσίων κ.ά. Τα θραύσματα αυτά συνδέονται με πυριτικό ή… … Dictionary of Greek
klep- — klep English meaning: wet Deutsche Übersetzung: “feucht”?? Material: Gk. κλέπας νοτερόν, πηλῶδες, ἤ δασύ, ἤ ὑγρόν Hes.; O.Ir. cluain “meadow” (k̂lop ni , also k̂leu ni possible); Lith. šlampù , šlapti “damp become”, šlapumà… … Proto-Indo-European etymological dictionary