Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πηλῶδες

См. также в других словарях:

  • πηλῶδες — πηλώδης clayey masc/fem voc sg πηλώδης clayey neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλέπας — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νοτερόν, πηλῶδες ἤ δασύ, ἤ ὑγρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις που κατά καιρούς έχουν προταθεί δεν είναι πειστικές] …   Dictionary of Greek

  • γεωπυραμίδες — Πυραμίδες που σχηματίζονται από τη διαβρωτική επίδραση του νερού της βροχής σε πηλώδες ή αμμώδες έδαφος, στο οποίο υπάρχουν διάσπαρτοι πέτρινοι όγκοι. Το νερό διαβρώνει το έδαφος και αφήνει ανέπαφο μόνο το τμήμα εκείνο που καλύπτεται από τους… …   Dictionary of Greek

  • γραουβάκες — Ιζηματογενές πέτρωμα της ομάδας των ψαμμιτών, που έχει συνήθως γκρίζο χρώμα και αποτελείται από θραύσματα χαλαζία, αστρίων, μαρμαρυγιών, πυριτικών σχιστόλιθων, αργιλικών σχιστόλιθων, γνευσίων κ.ά. Τα θραύσματα αυτά συνδέονται με πυριτικό ή… …   Dictionary of Greek

  • klep- —     klep     English meaning: wet     Deutsche Übersetzung: “feucht”??     Material: Gk. κλέπας νοτερόν, πηλῶδες, ἤ δασύ, ἤ ὑγρόν Hes.; O.Ir. cluain “meadow” (k̂lop ni , also k̂leu ni possible); Lith. šlampù , šlapti “damp become”, šlapumà… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»