-
1 πηλόδομος
-
2 πηλοδόμος
πηλο-δόμος, aus Lehm bauend; -
3 πηλο-δόμος
πηλο-δόμος, aus Lehm bauend; – πηλόδομος, aus Lehm gebau't, τοῖχοι Agath. 52 (IX, 662).
См. также в других словарях:
πηλόδομος — ον, Α χτισμένος με λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + δομος (< δέμω «κατασκευάζω»), πρβλ. μουσό δομος] … Dictionary of Greek
πηλοδόμοις — πηλόδομος clay built masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόμος — και ντόμος, ο (AM δόμος) οριζόντια σειρά λίθων ή πλίνθων σε οικοδομή νεοελλ. 1. θόλος τών καθολικών εκκλησιών 2. ναός καθολικών 3. δερμάτινα λουριά που τοποθετούνται κάτω από το υπόδημα για να διευκολύνουν το βάδισμα στα δύσβατα μέρη αρχ. μσν. 1 … Dictionary of Greek