Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πηλόδομος

См. также в других словарях:

  • πηλόδομος — ον, Α χτισμένος με λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + δομος (< δέμω «κατασκευάζω»), πρβλ. μουσό δομος] …   Dictionary of Greek

  • πηλοδόμοις — πηλόδομος clay built masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόμος — και ντόμος, ο (AM δόμος) οριζόντια σειρά λίθων ή πλίνθων σε οικοδομή νεοελλ. 1. θόλος τών καθολικών εκκλησιών 2. ναός καθολικών 3. δερμάτινα λουριά που τοποθετούνται κάτω από το υπόδημα για να διευκολύνουν το βάδισμα στα δύσβατα μέρη αρχ. μσν. 1 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»