Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πηλο-δόμος

См. также в других словарях:

  • θειόδομος — θειόδομος, ον (Α) ο κατασκευασμένος από τον θεό, ο θεόδμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + δομος (< δέμω «κατασκευάζω, κτίζω»), πρβλ. κρυψί δομος, πηλό δομος] …   Dictionary of Greek

  • κρυψίδομος — κρυψίδομος, ον (Α) αυτός που κατοικεί σε μυστικούς τόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι (βλ. κρυπ[ο] ) + δόμος (< δέμω «κατασκευάζω, κτίζω»), πρβλ. θειό δομος, πηλό δομος] …   Dictionary of Greek

  • λεπτόδομος — λεπτόδομος, ον (Α) κατασκευασμένος με λεπτότητα, λεπτοκαμωμένος, λεπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + δόμος (< δέμω), πρβλ. πηλό δομος, πρό δομος] …   Dictionary of Greek

  • Ορχομενός — I Όνομα τριών μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θυέστη, τον οποίο έσφαξε ο Ατρεύς μαζί με τους αδελφούς Καλαό και Αγλαό. 2. Γιος του Μινύα, γενάρχης των Μινυών, από τον οποίο πήρε την ονομασία της η ομώνυμη πόλη της Βοιωτίας, που ήταν πρωτεύουσα… …   Dictionary of Greek

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»