-
1 πηγή
πηγή, ῆς, ἡ (Hom.+; loanw. in rabb.)① a source of someth. that gushes out or flows, spring, fountain, flow (on distinction fr. κρηνή ‘artificially constructed fountain’ s. L-S-J-M Suppl.; RWycherly, ClR 51, ’37, 2f; Renehan ’75, 164f)ⓐ ordinarily of water spring, fountain Js 3:11, 12 v.l.; Hs 9, 1, 8; 9, 25, 1. (αἱ) πηγαὶ (τῶν) ὑδάτων ( the) springs of water (cp. Lev 11:36; Num 33:9; 3 Km 18:5; Jdth 7:7; Ps 17:16; Jos., Ant. 2, 294; Just., A I, 64, 1) Rv 8:10; 14:7; 16:4. ἀέναοι πηγαί everflowing springs 1 Cl 20:10 (ἀέναος 1). As typical of sinners πηγαὶ ἄνυδροι (s. ἄνυδρος) 2 Pt 2:17. Of a specific source, well (called φρέαρ in J 4:11f; cp. Mod. Gk. πηγάδι=‘well’.—WHutton, ET 57, ’45/46, 27) π. τοῦ Ἰακώβ, at the foot of Mt Gerizim (on the location of Jacob’s well s. Dalman, Orte3 226ff) J 4:6a; cp. vs. 6b (Paus. 8, 23, 4 ὀλίγον ὑπὲρ τ. πόλιν π. ἐστιν καὶ ἐπὶ τῇ π. …).ⓑ of blood ἡ πηγὴ τοῦ αἵματος αὐτῆς (Lev 12:7) Mk 5:29 (Alex. Aphr., An. p. 40, 2 Bruns πηγὴ τ. αἵματος. Cp. πηγὴ δακρύων: Soph., Ant. 803; Chariton 1, 3, 6; 2, 3, 6; 6, 7, 10; Achilles Tat. 7, 4, 6).ⓒ Quite symbolic (s. Hdb. exc. on J 4:14 and cp. Dio Chrys. 15 [32], 15 τὸ σῷζον [ὕδωρ] ἄνωθέν ποθεν ἐκ δαιμονίου τινὸς πηγῆς κάτεισι. In schol. on Pla. 611c ἀθάνατος πηγή is a spring whose water bestows immortality) is its usage in some NT pass.: ἡ πηγὴ τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς the spring of the water of life Rv 21:6; in the pl. ζωῆς πηγαὶ ὑδάτων 7:17; πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον a spring of water welling up for eternal life J 4:14 (Essenes apply this figure to the Torah, e.g. CD 6:4; also s. Hdb. ad loc.).② the place of origin or the cause of a full abundance of someth., fountainhead, fig. ext. of 1 (Pind. et al; Epict. 3, 1, 18 Apollo as πηγὴ τῆς ἀληθείας [πηγὴ ἀληθ. also in Himerius, Or. 48=Or. 14, 35; Maximus Tyr. 12, 6c; 13, 9c; Philo, Mos. 1, 84); πηγὴ ζωῆς source of life (Pr 10:11; 13:14; 14:27) of God B 11:2 (Jer 2:13 and 17:13; cp. Ps 35:10); cp. B 1:3 Funk; s. πλούσιος 2.—B. 44. DELG. M-M. TW. -
2 πηγή
πηγή, ἡ, Quell, Quelle, Hom., Hes., Tragg. u. in Prosa überall; τροφῆς, von der Milch, Plat. Menex. 237 c; dah. Alles, woraus Etwas in Menge od. Fülle hervorkommt, ἀργύρου, Aesch. Pers. 236, der auch πυρὸς πηγὴν κλοπαίαν, Prom. 110, πρὸς ἡλίου ναίουσι πηγαῖς, 811 vrbdt; auch νῠν κακῶν ἔοικε πηγὴ πᾶσιν εὑρῆσϑαι φίλοις, Pers. 729; also übh. Ursprung, Ursache; so Plat. τοῠτο πηγὴ καὶ ἀρχὴ κινήσεως, Phaedr. 245 c; πηγὴ πάντων τῶν νοσημάτων, Tim. 85 b; ἡδονῶν, Phil. 62 d; τοῦ φρονεῖν, Legg. VII, 808 d, u. öfter; τῶν καλῶν, Xen. Cyr. 7, 2, 13; τῆς κακοπραγμοσύνης, Pol. 18, 23, 3; τὴν ἀρχὴν ἔχει καὶ πηγὴν τῆς βεβαιώσεως ἐξ αἰσϑήσεως, S. Emp. adv. log. 2, 356. – Bei den Tragg. oft übertr. von den Thränen, παρειὰν νοτίοις ἔτεγξα παγαῖς, Aesch. Prom. 401, κλαυμάτων πηγαὶ κατεσβήκασιν, Ag. 961, wie Soph. Ant. 797 Trach. 849; ἐξ ὀμμάτων πηγαὶ κατεῤῥώγασι, Eur. Alc. 1071. – Auch die Augenwinkel, aus denen die Thränen quellen, Hesych.
-
3 πηγή
πηγή ηисточник, родник, ключ;ΦΡ.Ζωοδόχος Πηγή — Живоносный источник, см. ζωοδόχοςЭтим.Происхождение слова не известно, однако если взять во внимание, что в некоторых индоевропейских языках слова со значением «источник» выражают идею холода (слав. студенец), тогда слово πηγή — восходит к глаголу πήγνυμι «замораживать» -
4 πηγή
πήσσωAër.aor subj pass 3rd sgπηγάζωspring: fut ind mid 2nd sg (doric)πηγάζωspring: fut ind act 3rd sg (doric)πηγήrunning water: fem dat sg (attic epic ionic)πηγόςwell put together: fem dat sg (attic epic ionic) -
5 πηγῇ
πήσσωAër.aor subj pass 3rd sgπηγάζωspring: fut ind mid 2nd sg (doric)πηγάζωspring: fut ind act 3rd sg (doric)πηγήrunning water: fem dat sg (attic epic ionic)πηγόςwell put together: fem dat sg (attic epic ionic) -
6 πηγή
A running water, used by Hom. always in pl., streams,πηγαὶ ποταμῶν Il.20.9
, cf. Hdt.1.189, A.Pr.89, 434(lyr.), Pers. 311, E.HF 1297, Rh. 827 (lyr.);κρουνὼ δ' ἵκανον καλλιρρόω, ἔνθα δὲ πηγαὶ δοιαὶ ἀναΐσσουσι Il.22.147
: sg., καλλιρρόου ἔψαυσα π. A.Pers. 202, cf. 613.2 metaph., of tears, πηγαὶ κλαυμάτων, δακρύων, streams.., Id.Ag. 888, S.Ant. 803, Tr. 852 (lyr.): abs., (lyr.), cf. E.Alc. 1068, etc. ; also πηγαὶ γάλακτος, βοτρύων, S.El. 895, E.Cyc. 496 (lyr.); πόντου πηγαῖς with sea- water, Id.IT 1039 ; πηγαὶ τροφῆς τῷ γεννωμένῳ, of mother's milk, Pl.Mx. 237e;π. μαστῶν Inscr.Cos 218.8
.II fount, source,τοῦ Νείλου Hdt.2.28
, 4.53 (pl.), OGI168.9 (Syene, ii B. C.), Str.17.1.52 (pl.); πηγαὶ ἡλίου the fount of light, i. e. the South, A.Pr. 809 ; πηγαὶ νυκτός the North, S.Fr. 956 ;παγὰ ἐπέων Pi.P.4.299
; πυρὸς παγαί ib.1.22, cf. A.Pr. 110, Pl.Ti. 79d ; πηγὴ ἀργύρου, of the silver-mines at Laureion, A.Pers. 238 ; τῆς ἀκουούσης π. δι' ὤτων, i.e. the sense of hearing, S.OT 1387 ; ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς καὶ π. Arist.PA 668a15, cf. Plu.2.856e.2 metaph., source, origin, mostly in sg., κακῶν π. A.Pers. 743 ; αἱ τέχναι, ἃς πηγάςφασι τῶν καλῶν εἶναι X.Cyr.7.2.13
;π. καὶ ἀρχὴ κινήσεως Pl.Phdr. 245c
; π. ἡδονῶν, τοῦ φρονεῖν, νοσημάτων, etc., Id.Phlb. 62d, Lg. 808d, Ti. 85b, etc. ;ἀρχαὶ καὶ π. τῶν στάσεων Arist.Pol. 1301b5
, cf. Pl.Lg. 690d ;π. τῆς κακοπραγμοσύνης Plb.18.40.3
; βέβηκα π. εἰς ἐμάς I have returned to the source of my existence, Epigr.Gr. 463 ([place name] Crommyon), cf. Dam.Pr. 95,al. -
7 πηγη
дор. πᾱγά (γᾱ) ἥ1) струя, поток(πηγαὴ ποταμῶν Hom.; πηγαὴ κλαυμάτων Aesch.; παγαὴ δακρύων Soph.)
πηγαὴ βοτρύων Eur. — потоки вина2) источник, родник(π. καὴ ἀρχέ κινήσεως Plat.; τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς NT.)
πηγαὴ ἡλίου Aesch. = ἕως;π. ἀκούουσα Soph. = ἀκοή -
8 πηγή
πηγήrunning water: fem nom /voc sg (attic epic ionic)πηγόςwell put together: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
9 πηγή
πηγή: only pl., sources.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πηγή
-
10 πηγή
-
11 πηγη
Grammatical information: f.Other forms: Dor. παγά.Derivatives: Dimin. πηγ-ίον (pap. IIa), - ίδιον (Suid.); the adj. - αῖος `belonging to the w.' (IA.), - ιμαῖος `id.' (Hdn. Epim.); the verb - άζω, also w. ἀνα-, κατα-, `to spring up' (Ph., AP), παγάσασθαι aor. inf. `to bathe in a w.' (Dodona; late.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin](X)Etymology: Formation like πληγ-ή, λήθ-η, ζω-ή a.o.; without explanation. -- Referring to the many designations for `well' from `cold' (e.g. OCS studenьcь: studenъ, Lith. šaltìnis: šáltas, νίβα [= νίφα] χιόνα, καλεῖται δε οὕτως καὶ κρήνη ἐν Θρᾳκῃ Phot.) by Grošelj Živa Ant. 4, 173 f. connected with πήγνυμαι in the meaning `stiffened, freeze', πηγυλίς `ice-cold' (cf. also παγετώδης `ice-cold', of water: παγετός `ice'); to be considered. Cf. also Στύξ. Older lit. w. explanations which are to be rejected in Bq. - A Pre-Greek word seems quite probable.Page in Frisk: 2,525Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πηγη
-
12 πηγή
η1) источник, родник, ключ; исток (реки);ιαματική πηγή — лечебный источник;
πηγές πετρελαίου — нефтяные залежи;
2) перен. источник;πηγή φωτός — источник света;
πηγή γνώσεων — источник знаний;
οι πρώτες πηγές — первоисточники;
είδηση υπόπτου πηγής — сообщение из ненадёжного источника;
πηγές καλά πληροφορημένες — хорошо информированные источники;
3) перен. источник, начало; причина;πλ. истоки, начала;η οκνηρία είναι πηγή κακών — лень — источник всех зол
-
13 πηγή
ἡ πηγή источник -
14 πηγή
{сущ., 12}источник, родник, колодезь.Синонимы: 5421 ( φρέαρ).Ссылки: Мк. 5:29; Ин. 4:6, 14; Иак. 3:11, 12; 2Пет. 2:17; Откр. 7:17; 8:10; 14:7; 16:4; 21:6.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πηγή
-
15 πηγή
{сущ., 12}источник, родник, колодезь.Синонимы: 5421 ( φρέαρ).Ссылки: Мк. 5:29; Ин. 4:6, 14; Иак. 3:11, 12; 2Пет. 2:17; Откр. 7:17; 8:10; 14:7; 16:4; 21:6.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πηγή
-
16 πηγῇ
источникомπηγὴΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πηγῇ
-
17 πηγὴ
источникисточником πηγῇΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πηγὴ
-
18 πηγή
источник, родник, колодезь; син. φρέαρ.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πηγή
-
19 πηγή
-
20 πηγή
-ῆς ἡ N 1 22-20-12-30-15=99 Gn 2,6; 7,11; 8,2; 14,7; 16,7spring, fountain Gn 2,6; id. (metaph. as origin of sth) Ps 35(36),10*JosB 19,29 καὶ ἕως πηγῆς and to the source ועד־עין for MT ועד־עיר and to the town; *Ez 25,9 ἐπάνω πηγῆς above the source-מעין על/ב for MT מעון בעל Baal-Meon (toponym); *Prv 4,21 αἱ πηγαί σου your fountains-עיניך עין (source) for MT עיניך עין (eye) your eyesCf. ALEXANDRE 1988 231(Gn 2,6); CAIRD 1976, 82; COOK 1994, 473; HARL 1986a, 65.100(Gn 2,6);SHIPP 1979, 449-453; →NIDNTT; TWNT
См. также в других словарях:
πηγή η — πηγή, η 1. το μέρος απ όπου βγαίνει νερό κτλ.: Ιαματικές πηγές. – Πηγές πετρελαίου. 2. μτφ., αιτία, αρχή πράγματος: Κανένας δεν είναι αστείρευτη πηγή γνώσεων. 3. για ιστορικές επιστήμες, τα πρώτα κείμενα: Πηγές της ιστορίας. – Από ποια πηγή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πηγή — running water fem nom/voc sg (attic epic ionic) πηγός well put together fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηγή — Oνομασία 15 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τετρακώμου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek
Πηγή — Sp Pigė Ap Πηγή/Pigi L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
πηγῇ — πήσσω Aër. aor subj pass 3rd sg πηγάζω spring fut ind mid 2nd sg (doric) πηγάζω spring fut ind act 3rd sg (doric) πηγή running water fem dat sg (attic epic ionic) πηγός well put together fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζωοδόχος Πηγή — I Περίφημο αγίασμα της Ορθοδοξίας, που βρίσκεται κοντά στην Κωνσταντινούπολη, περίπου 165 μ. από την πύλη της Σηλυβρίας. Οι Βυζαντινοί την ονόμασαν Πύλη της Πηγής. Πάνω από την πηγή αυτή, ο Λέων ο Α’, που σύμφωνα με την παράδοση την ανακάλυψε,… … Dictionary of Greek
ιόντων, πηγή — Συσκευή για την παραγωγή κατευθυνόμενων δεσμών ιόντων που χρησιμοποιούνται κυρίως στους επιταχυντές σωματιδίων, στους φασματογράφους μάζας, στα ιοντικά μικροσκόπια κ.α. Στη συσκευή αυτή μια λεπτή δέσμη αερίου, για παράδειγμα υδρογόνου ή ηλίου,… … Dictionary of Greek
σιλωάμ — Πηγή νερού, που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο όρος αποτελεί ελληνική απόδοση της εβραϊκής λέξης Σιλεάχ, η οποία σημαίνει αποσταλμένος. Η πηγή αυτή, επειδή ήταν η μοναδική κοντά στην Ιερουσαλήμ, ήταν γνωστή και απλά ως Πηγή. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
πηγῆι — πηγῇ , πήσσω Aër. aor subj pass 3rd sg πηγῇ , πηγάζω spring fut ind mid 2nd sg (doric) πηγῇ , πηγάζω spring fut ind act 3rd sg (doric) πηγῇ , πηγή running water fem dat sg (attic epic ionic) πηγῇ , πηγός well put together fem dat sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαργαφία — Πηγή του Κιθαιρώνα, που βρισκόταν ΒΑ των Πλαταιών. Εκεί κοντά είχαν στρατοπεδεύσει οι Σπαρτιάτες με τον Παυσανία το 479 π.Χ., αποτελώντας το δεξιό τμήμα της ελληνικής παράταξης πριν από τη μάχη των Πλαταιών. Τη νύχτα όμως το τμήμα αυτό… … Dictionary of Greek
ηχείο — Πηγή ήχων που αποτελείται από μεγάφωνα του ίδιου τύπου, συμφασικά, τα οποία στηρίζονται σε κοινό ειδικό στήριγμα. Τα μεγάφωνα αυτά (ηλεκτροδυναμικά) τοποθετούνται σε κοινό πλαίσιο και συνδέονται με κοινό μετασχηματιστή, κατάλληλο για την… … Dictionary of Greek