-
1 παγετώδης
παγετώδηςfrosty: masc /fem acc pl (attic epic doric)παγετώδηςfrosty: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)παγετώδηςfrosty: masc /fem nom sg -
2 παγετωδης
21) холодный, ледяной(πέτρας γύαλον Soph.; ἀήρ Arst.; ὕδωρ Plut.)
2) застывающий от холода(ὅ ἐγκέφαλος Plut.)
-
3 παγετώδης
ης, ες см. παγερός -
4 παγετώδης
πᾰγετ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγετώδης
-
5 παγετώδης
παγετ-ώδης, ες, eisartig, eisig -
6 παγετώδη
παγετώδηςfrosty: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)παγετώδηςfrosty: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)παγετώδηςfrosty: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
7 παγετώδεα
παγετώδηςfrosty: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)παγετώδηςfrosty: masc /fem acc sg (epic ionic) -
8 παγετώδους
παγετώδηςfrosty: masc /fem /neut gen sg (attic epic doric) -
9 παγετώδες
-
10 παγετῶδες
-
11 παγ-ώδης
-
12 πηγυλίς
-
13 παγώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγώδης
-
14 πάγη
Grammatical information: f.Meaning: `snare, trap' (IA.)Compounds: As 1. member supposed in πάγ-ουρος m. `edible crab', but s.v.; as 2. member it seems to be found in ἐπίπαγος m. `hardened frozen crust' (Plu., medic.), backformation from ἐπι-πήγνυμι, - μαι.Derivatives: Dimin. παγίς, - ίδος f. `id.' (Ar. Fr. 666, hell.) with - ιδεύω, - ίδευμα (LXX). -- πάγος m. 1. `pinnacle, cliff, hill' (ep. Ion. since ε 405, 411); 2. (late also n. after ῥῖγος, κρύος) `ice, hoarfrost, frost', also of salt deposits and of cudled blood etc. (A., S., Pl., Arist.). -- From this (or from παγ-ῆναι, πήγνυμι) 1. παγ-ετός m. = πάγος 2. (Pi., IA.) with παγετ-ώδης `ice-like, icecold' (Hp., S., Arist.); 2. παγ-ερός `freezing, icecold' (D. Chr., Arist.: κρυερός); 3. παγώδης = παγετώδης (Thphr.).Origin: IE [Indo-European] [787] *peh₂k\/g- `make fast, stiff'Etymology: Prop. "the fastening, sticking fast" (also of the firm) cliff as opposed to movable sea or the lose earth; diff. Porzig Satzinhalte 318 f.), "getting stiff, freezing"; acc. to Havers Sprache 4, 27 "who mak fast, stiff", in any case verbal nouns of πήγνυμι, s.v. Cf. πάξ, πάσσαλος, πάχνη.Page in Frisk: 2,459-460Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πάγη
-
15 πηγη
Grammatical information: f.Other forms: Dor. παγά.Derivatives: Dimin. πηγ-ίον (pap. IIa), - ίδιον (Suid.); the adj. - αῖος `belonging to the w.' (IA.), - ιμαῖος `id.' (Hdn. Epim.); the verb - άζω, also w. ἀνα-, κατα-, `to spring up' (Ph., AP), παγάσασθαι aor. inf. `to bathe in a w.' (Dodona; late.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin](X)Etymology: Formation like πληγ-ή, λήθ-η, ζω-ή a.o.; without explanation. -- Referring to the many designations for `well' from `cold' (e.g. OCS studenьcь: studenъ, Lith. šaltìnis: šáltas, νίβα [= νίφα] χιόνα, καλεῖται δε οὕτως καὶ κρήνη ἐν Θρᾳκῃ Phot.) by Grošelj Živa Ant. 4, 173 f. connected with πήγνυμαι in the meaning `stiffened, freeze', πηγυλίς `ice-cold' (cf. also παγετώδης `ice-cold', of water: παγετός `ice'); to be considered. Cf. also Στύξ. Older lit. w. explanations which are to be rejected in Bq. - A Pre-Greek word seems quite probable.Page in Frisk: 2,525Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πηγη
См. также в других словарях:
παγετώδης — frosty masc/fem acc pl (attic epic doric) παγετώδης frosty masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) παγετώδης frosty masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγετώδης — ώδες (Α παγετώδης, ῶδες) [παγετός] 1. ο ψυχρός σαν πάγος, παγερός 2. αυτός που έχει ή προκαλεί χαμηλή θερμοκρασία νεοελλ. φρ. α) «παγετώδης κατάσταση» ιατρ. παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ψύξη τών άκρων και από αίσθημα έντονου ψύχους … Dictionary of Greek
παγετώδης φάση — Γενικό φαινόμενο που σε παλαιότερες γεωλογικές περιόδους ευνόησε την εξάπλωση των παγετώνων σε απέραντες εκτάσεις της επιφάνειας της Γης. Το φαινόμενο αυτό, που προκάλεσε την ευρεία διάδοση των παγωμένων μαζών, όχι μόνο στα ορεινά ανάγλυφα αλλά… … Dictionary of Greek
παγετώδη — παγετώδης frosty neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παγετώδης frosty masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παγετώδης frosty masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγετῶδες — παγετώδης frosty masc/fem voc sg παγετώδης frosty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγετώδεα — παγετώδης frosty neut nom/voc/acc pl (epic ionic) παγετώδης frosty masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγετώδους — παγετώδης frosty masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
αχνώδης — ῶδες, ΝΑ [πάχνη] γεμάτος από πάχνη αρχ. μτφ. ψυχρός, παγετώδης … Dictionary of Greek
κρυστάλλινος — η, ο (AM κρυστάλλινος, ίνη, ον) αυτός που αποτελείται ή είναι φτιαγμένος από κρύσταλλο (α. «κρυστάλλινο ποτήρι» β. «κύλικα κρυσταλλίνην», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. φρ. «κρυστάλλινος φακός» κρυσταλλοειδής φακός νεοελλ. μσν. 1. αυτός που μοιάζει με… … Dictionary of Greek
κρυώδης — ες (Α κρυώδης) κρύος, ψυχρός, παγερός, παγετώδης αρχ. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικώδης, αποτρόπαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος (II) + κατάλ. ώδης] … Dictionary of Greek