-
1 πηγανίτης
См. также в других словарях:
πηγανίτις — ίτιδος, ἡ, Α (φρ) «πηγανῑτις χολή» δριμύς, συμπυκνωμένος χυμός από πήγανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πήγανον «είδος φυτού» + επίθημα ῖτις (πρβλ. σελην ίτις)] … Dictionary of Greek
1 πηγανίτης
πηγανίτις — ίτιδος, ἡ, Α (φρ) «πηγανῑτις χολή» δριμύς, συμπυκνωμένος χυμός από πήγανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πήγανον «είδος φυτού» + επίθημα ῖτις (πρβλ. σελην ίτις)] … Dictionary of Greek