-
1 πεττευτική
-
2 πεττευτικῇ
-
3 πεττευτική
πεσσευτικόςskilled in draught-playing: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 πεσσευτικη
атт. πεττευτική ἥ искусство игры в шашки Plat. -
5 πεσσευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεσσευτικός
См. также в других словарях:
πεττευτικῇ — πεσσευτικός skilled in draught playing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεττευτική — πεσσευτικός skilled in draught playing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεσσευτικός — και πεττευτικός, ή, όν, Α [πεσσεύω] 1. ο σχετικός με το παιχνίδι τών πεσσών 2. καλός παίκτης τών πεσσών 3. (το θηλ. εν. και το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) ἡ πεττευτική, τὸ πεττευτικόν, τὰ πεττευτικά το παιχνίδι τών πεσσών … Dictionary of Greek