Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πεττευτικῇ

См. также в других словарях:

  • πεττευτικῇ — πεσσευτικός skilled in draught playing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεττευτική — πεσσευτικός skilled in draught playing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεσσευτικός — και πεττευτικός, ή, όν, Α [πεσσεύω] 1. ο σχετικός με το παιχνίδι τών πεσσών 2. καλός παίκτης τών πεσσών 3. (το θηλ. εν. και το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) ἡ πεττευτική, τὸ πεττευτικόν, τὰ πεττευτικά το παιχνίδι τών πεσσών …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»