-
1 πετρο-βολία
πετρο-βολία, ἡ, das Werfen, Schleudern der Steine, mit Steinen, Xen. An. 6, 4, 15.
-
2 πετροβολία
πετρο-βολία, ἡ, das Werfen, Schleudern der Steine, mit Steinen -
3 πετροβολια
См. также в других словарях:
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek