-
1 πετροβολια
-
2 πετροβολία
πετροβολ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πετροβολία
-
3 πετροβολία
πετρο-βολία, ἡ, das Werfen, Schleudern der Steine, mit Steinen -
4 πετροβολίας
πετροβολίᾱς, πετροβολίαstoning: fem acc plπετροβολίᾱς, πετροβολίαstoning: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
πετροβολία — ἡ, ΜΑ [πετροβόλος] η βολή πετρών, η ρίψη λίθων κατά τη μάχη … Dictionary of Greek
πετροβολίας — πετροβολίᾱς , πετροβολία stoning fem acc pl πετροβολίᾱς , πετροβολία stoning fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)