Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

περί-πτερος

См. также в других словарях:

  • κατάπτερος — κατάπτερος, ον (Α) αυτός που έχει φτερά, ο πτερωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. περί πτερος, υπό πτερος] …   Dictionary of Greek

  • μονόπτερος — η, ο (ΑΜ μονόπτερος, ον) (για αρχ. ναό) αυτός που έχει ένα μόνο πτερό*, μία μόνο σειρά κιόνων γύρω από τον σηκό («το Θησείο είναι μονόπτερος ναός»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πτερος (< πτερόν «εξωτερική κιονοστοιχία ναού»), πρβλ. δί πτερος,… …   Dictionary of Greek

  • περίπτερος — η, ο / περίπτερος, ον, ΝΑ αρχιτ. (κυρίως για αρχαίο ναό) αυτός που περιβάλλεται από σειρά κιόνων, από κιονοστοιχία, και στις τέσσερεις πλευρές του («ο πιο γνωστός περίπτερος ναός είναι ο Παρθενών») αρχ. 1. αυτός που πετά, που φεύγει ολόγυρα 2.… …   Dictionary of Greek

  • υπόπτερος — η, ο / ὑπόπτερος, ον, ΝΑ νεοελλ. μτφ. αυτός που είναι ελαφρός και ευκίνητος σαν να έχει φτερά αρχ. 1. αυτός που έχει φτερά ή πτερύγια, φτερωτός («τὰς ὑποπτέρους βάλλον πελειάς», Σοφ.) 2. παροιμ. φρ. «ὑπόπτερος ὁ πλοῡτος» λέγεται για να δηλώσει… …   Dictionary of Greek

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»