-
1 περιπτερος
-
2 περίπτερος
ος, ο[ν] окружённый колоннами (о храме)
См. также в других словарях:
περίπτερος — flying round about masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίπτερος — η, ο / περίπτερος, ον, ΝΑ αρχιτ. (κυρίως για αρχαίο ναό) αυτός που περιβάλλεται από σειρά κιόνων, από κιονοστοιχία, και στις τέσσερεις πλευρές του («ο πιο γνωστός περίπτερος ναός είναι ο Παρθενών») αρχ. 1. αυτός που πετά, που φεύγει ολόγυρα 2.… … Dictionary of Greek
περίπτερος — η, ο για αρχαίους ναούς, αυτός που έχει γύρω γύρω πτερό, δηλ. σειρά από κίονες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περίπτερον — περίπτερος flying round about masc/fem acc sg περίπτερος flying round about neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπτέροις — περίπτερος flying round about masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπτέρου — περίπτερος flying round about masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίπτερα — περίπτερος flying round about neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίπτεροι — περίπτερος flying round about masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek