Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

περίοικος

См. также в других словарях:

  • περίοικος — dwelling round masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίοικος — ο / περίοικος, ον, ΝΜΑ (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι περίοικοι α) οι γείτονες (α. «ενοχλείτε τους περιοίκους με τους θορύβους σας» β. «καὶ πάντες οἱ περίοικοι τῶν δύο βασιλείων», Διήγ. Αχιλλ. γ. «ἔφερον τοὺς περιοίκους ἅπαντας», Ηρόδ.) β) i) (στον… …   Dictionary of Greek

  • περίοικος — ο κάτοικος της αρχαίας Λακωνικής έξω από την αρχαία Σπάρτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περίοικον — περίοικος dwelling round masc/fem acc sg περίοικος dwelling round neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοίκοις — περίοικος dwelling round masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοίκοισι — περίοικος dwelling round masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοίκου — περίοικος dwelling round masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοίκους — περίοικος dwelling round masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοίκων — περίοικος dwelling round masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοίκῳ — περίοικος dwelling round masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίοικα — περίοικος dwelling round neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»