-
41 περι-δῑνέω
περι-δῑνέω, im Kreise od. Wirbel herumdrehen, herumtreiben; Hom. im pass., ἃς τὼ τρὶς Πριάμοιο πόλιν περιδινηϑήτην καρπαλίμοισι πόδεσσι, Il. 22, 165, wo aber Spitzner richtiger πέρι δινηϑήτην schreibt; περιδινεύμενος ὑπὸ τᾶς σφαίρας, Tim. Locr. 97 c; Luc. V. H. 1, 8; Plut. u. a. Sp.
-
42 περι-λείπω
περι-λείπω, übriglassen, pass. u. med. übrigbleiben; Hom. nur in tmesi, ὅσσοι δ' ἂν πολέμοιο περὶ στυγεροῖο λίπωνται, Il. 19, 230; τοὺς περιλελειμμένους φίλων, Eur. Hel. 433; pass., Her. 1, 82, u. so nur Plat. z. B. Tim. 23 d; Sp., wie Pol. 1, 37, 2; Luc. u. Plut.
-
43 περι-λέπω
περι-λέπω, umschälen, ringsum abschälen; Hom. nur in tmesi, περὶ γάρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψεν φύλλα τε καὶ φλοιόν, Il. 1, 236; τῶν δενδρέων τὸν φλοιὸν περιλέποντες, Her. 8, 115.
-
44 περι-έννῡμι
περι-έννῡμι (s. ἕννυμι), umziehen, anziehen; bei Hom. nur in tmesi, wie man erkl. περὶ δ' ἄμβροτα εἵματα ἕσσον, Il. 16, 670; med., χλαῖναν περιέσσασϑαι, einen Mantel sich umziehen, Hes. O. 541.
-
45 περι-έλισσω
περι-έλισσω, att. - ττω (s. ἑλίσσω), herumwinden, pass. sich herumschlingen; πλεονάκις περιελιχϑέντα περὶ τὴν γῆν ὥςπερ οἱ ὄφεις, Plat. Phaed. 112 d; 113 b (vgl. περιειλίττω); ἀλλήλοις, Arist. H. A. 5, 4; Plut. oft, auch übertr., betrügen.
-
46 περι-νήω
-
47 περι-ώσιος
περι-ώσιος (wahrscheinlich für περιούσιος, denn die Ableitung der Alten von περιαύω ist unrichtig), unmäßig, übermäßig, überschwänglich; gew. adv., gar sehr, allzu sehr, περιώσιον νεικείω, ϑαυμάζω, Il. 4, 359 Od. 16, 203; Soph. frg. 604; auch περι-ώσια, H. h. 18, 41; u. c. gen., περιώσιον ἄλλων, viel mehr als die Andern, vor den Andern, H. h. Cer. 363, wie περιώσιον ἄλλων μεγασϑενῆ Pind. I. 4, 3; einzeln bei sp. D.: ἔργον, Ep. ad. 594 (IX, 197); δειμαίνω, Coluth. 93; ἄλλων, Ap. Rh. 1, 466.
-
48 περι-ΐπταμαι
περι-ΐπταμαι (s. ἵπταμαι), herumfliegen, περὶ τὸ πλοῖον, Arist. H. A. 5, 9.
-
49 περι-ΐστημι
περι-ΐστημι (s. ἵστημι), 1) act., herumstellen, herumsetzen, um Etwas, λαβὼν αὐτὸ περιέστησε τῷ πλασϑέντι ζῴῳ, Plat. Tim. 78 c; στρατὸν περὶ πόλιν, Xen. Cyr. 7, 5, 1; μεγίστους κινδύνους περιέστησε Καρχηδονίοις, Pol. 12, 15, 7; περιστήσας αὐτοῖς τὰ ϑηρία, 1, 85, 7; πόλεμον πανταχόϑεν, 2, 45, 4; auch zum Schutz, Plut.; so auch aor. I. med., ξυστοφόρους, Xen. Cyr. 7, 5, 41; – umsetzen, verändern, ἐκ τούτων εἰς τοῠτο τὰ πράγματα περιιστάναι, Isocr. 15, 120; τὰς αὑτῶν συμφορὰς εἰς ἐμέ, Dem. 40, 20; εἰς μοναρχίαν περιστῆσαι τὸ πολίτευμα, Pol. 3, 8, 2; τοῠ κεραυνοῠ τὴν ἀσϑένειαν εἰς πρηστῆρα περιΐστησιν, Plut. plac. phil. 3, 3; περιέστησεν ἡ μνήμη τὸν λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας, Sympos. 5, 1 u. ä.; dazu perf. περιέστακα, Plut. Ax. 370 d. – 2) med. u. intr. tempp., sich rings herum stellen, herumtreten, -stehen; περίστησαν γὰρ ἑταῖροι, Il. 4, 532; μήπως με περιστήωσ' ἕνα πολλοί, 17, 95, damit so Viele sich nicht um imich Einen herumstellen, mich umzingeln; vgl. εἴπερ πεντήκοντα λόχοι νῶϊ περισταῖεν, Od. 20, 50; umgeben, rings umstehen, πολλὸς δ' ἱμερόεντα χορὸν περιΐσταϑ' ὅμιλος, Il. 18, 603, wie βοῦν δὲ περιστήσαντο, sie stellten sich um das Rind, 2, 410; u. aor. pass., κῠμα περιστάϑη, Od. 11, 243, eine Woge wurde herumgestellt; ὑμεῖς δὲ βωμὸν – περίστητε, Aesch. frg. 434; περιστᾶσαι κύκλῳ, Eur. Bacch. 1104; u. so in Prosa: περιστᾶσαι αὐτὸ κύκλῳ, Her. 1, 43; ὡς κύκλῳ περιστὰς βίᾳ αἱρήσων τὴν πόλιν, Thuc. 5, 7; ὑπὸ τοῦ περιεστῶτος ἔξωϑεν πνεύματος, Plat. Tim. 76 b; πολὺς ὑμᾶς ὄχλος περιειστήκει, Euthyd. 271 a; καὶ οἱ ἄλλοι περιέστησαν ἡμᾶς, 206 e; περιίστασϑαι τὸν λόφον, umzingeln, Xen. Cyr. 3, 1, 5; dah. von Zuständen, bes. unglücklichen, die Einen bedrohen, oder in die er gerathen ist, so daß sie ihn rings umgeben, φόβος περιέστη τὴν Σπάρτην, Thuc. 3, 55; τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν, 4, 10, u. sonst; auch τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ, 6, 24. So Pol., μεγάλην αὐτοῖς συνέβη ἀπορίαν περιστῆναι, 1, 77, 7, διὰ τὸν ἀπὸ Καρχηδονίων φόβον περιεστῶτα Ῥωμαίοις, 3, 16, 2, vgl. 3, 75, 8; οἱ περιεστῶτες καιροί, 3, 86, 7; auch ὁ περιεστὼς καιρὸς τὴν Αἰτωλίαν, 20, 9, 1; τὰ περιεστηκότα πράγματα, Lys. 2, 32. – 3) in eine andere, gew. schlechtere Lage hineingerathen, sich zum Schlechten ändern, um schlagen, ἐς τοῠτο περιέστη ἡ τύχη, Thuc. 4, 12; μηκυνόμενος ὁ πόλεμος φιλεῖ ἐς τύχας τὰ πολλὰ περιίστασϑαι, 1, 78; περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη, unsere frühere Besonnenheit hat sich geändert, 1, 32, worauf folgt νῠν ἀβουλία φαινομένη, und scheint nun Unklugheit zu sein; was D. Hal. 6, 43 nachahmt: περιέστηκεν ἡ δοκοῠσα ἡμῶν τοῠ κοινοῠ πρόνοια ἰδίᾳ πρὸς ἑκάτερον μέρος ἀπέχϑειαν φερομένη; und Plut. Graech. 14: καὶ περιέστηκεν ἡ Ῥωμαίων βουλὴ ϑρηνοῠσα καὶ συνεκκομίζουσα. Daher ἐνϑάδε τὸ ἐναντίον περιέστηκεν, Plat. Men. 70 c; auch ὥςτε περιστῆναι αὐτῷ μηδαμόϑεν ἄλλοϑεν τὴν σωτηρίαν γενέσϑαι, Menex. 244 d, so daß es mit ihm dahin kam, daß; περιέστηκεν ἐς τοῦτο, ὥςτε, Lycurg. 3, es hat sich dahin zum Schlechtern geändert; vgl. Isocr. Phil. 55 Pac. 59 Areopag. 81; φοβοῦμαι, μὴ τὸ πρᾶγμα εἰς τοὐναντίον περιστῇ, Dem. 25, 12, vgl. 3, 9; περιειστήκει τοῖς βοηϑείας δεήσεσϑαι δοκοῠσιν, αὐτοὺς βοηϑεῖν ἑτέροις, 18, 218; Pol. 1, 62, 5; τὸ τέλος τῆς δίκης ἐς τοῠτο περιέστη, Luc. Eun. 5; περιστήσεσϑαι τὰ ἡμέτερα ἐς τόδε ἀμηχανίας προςεδόκων, Iov. trag. 19. – Auch 4) auf die Seite treten, aus dem Wege treten, vermeiden, ἐκτραπήσομαι καὶ περιστήσομαι ὥςπερ τοὺς λυττῶντας τῶν κυνῶν, Luc. Hermot. 86, vgl. Soloec. 5; Sp. auch geradezu = fürchten, mit μή construirt, Ios. – Nahe bevorstehen, Jacobs Ach. Tat. p. 529, Lob. Phryn. 377.
-
50 περί-που
-
51 περί-φοβος
περί-φοβος, ganz in Furcht gesetzt, sehr erschrocken; Aesch. Suppl. 717; Thuc. 6, 36; Plat. τινός, Phaedr. 239 b, περί τινος, Pol. 5, 74, 3.
-
52 περί-κειμαι
περί-κειμαι (s. κεῖμαι), 1) rings umher oder herumliegen, herumgelegt, gefügt sein, wie ein perf. pass. zu περιτίϑημι, τινί; τόξον αὐτῷ γωρυτῷ, ὅς οἱ περίκειτο, Od. 21, 54, der ihn umgab; εὗρε δὲ Πατρόκλῳ περικείμενον ὃν φίλον υἱόν, über den Patroklus hingestreckt liegend, ihn umfaßt haltend, Il. 19, 4; u. absolut, τεῖχος περίκειται, die Mauer liegt rund herum, Hes. Th. 733; οἷς στέφανος περίκειται, die umkränzt sind, Pind. Ol. 8, 76; αὐτῆς τῆς ϑεοῦ τοῖς περικειμένοις χρυσίοις, von dem goldenen Kleide der Göttinn, Thuc. 2, 13. – Uebertr., οὔ τί μοι περίκειται, Il. 9, 321, = περίεστι, d. i. ich habe keinen Nutzen davon. – 2) umgeben sein, um sich oder an sich haben, περικείμενοι τελαμῶνας περὶ τοῖσι αὐχέσι, Her. 1, 171; auch περικείμενος ὕβριν, Theocr. 23, 14; περικείμενος τὴν πτέρυγα, Luc. Icarom. 14, vgl. Pisc. 33; auch περικείμενος προςωπεῖον, Nigr. 11; στεφάνους περικείμενοι, bekränzt, Plut. Arat. 17; übertr. κηλὶς αὐτῷ περίκειται, Dio 56.
-
53 περί-ειμι
περί-ειμι (s. εἰμί), 1) herumsein, χωρίον, ᾡ κύκλῳ τειχίον περιῆν, Thuc. 7, 81. – 2) wie ὑπέρειμι, über einen Andern sein, d. i. besser oder vorzüglicher als er sein, ihn übertreffen, c. gen. der Person, die man, u. c. acc. der Sache, in der man überlegen ist, ἀλλάων περίειμι νόον, Od. 19, 326; περίεσσι γυναικῶν εἶδός τε μέγεϑός τε, 18, 248; öfter in tmesi (vgl. περί); ὡς δόξαι τὴν ἑωυτοῦ δύναμιν περιέσεσϑαι τῆς βασιλῆος, Her. 3, 146; in Prosa häufiger c. dat. der Sache, πολλὸν γὰρ περιέασαν (od. περίεσαν) πλήϑεϊ οἱ Πέρσαι, 9, 31, an Zahl übertreffen, mehr sein, wie Xen. An. 1, 8, 13; ναυσὶ πολὺ περιεῖναι, Thuc. 6, 22, wie auch ἐκ περιόντος ἀγωνιεῖσϑαι 8, 46 zu nehmen, mit der Uebermacht; σοφίᾳ τῶν Ἑλλήνων περίεισιν, Plat. Prot. 342 b; Conv. 222 e u. öfter; τῇ ἐπιμελείᾳ τῶν φίλων, Xen. An. 1, 9, 24; πανταχοῦ κρατοῦμεν καὶ περίεσμεν τῷ λόγῳ, Dem. 10, 3, öfter; Pol. 1, 27, 11 u. öfter, u. Folgde. – 3) überleben; ἢν περιῇς τῶν κηρίων, Ar. Eccl. 1035; τινί, Her. 1, 121. 3, 119; häufig absolut, ἔςτ' ἂν πυνϑάνηται περιεόντα τὸν πατέρα, 3, 53, am Leben bleiben, gerettet werden, genesen, vgl. 1, 11. 120. 7, 107, öfter; οἰκίαι αἱ μὲν πολλαὶ πεπτώκεσαν, ὀλίγαι δὲ περιῆσαν, Thuc. 1, 89; 5, 11 u. öfter; dah. = übrig sein, vom Gelde und Besitzthume, Ggstz von ἐνδεῖν, Plat. Rep. III, 416 e; πρὸς μέρος νεμέτω ὁ πατὴρ τὰ περιόντα τοῦ κλήρου, Legg. XI, 923 d; τοσοῠτον ὑμῖν περίεστι τοῦ πρὸς ἐμὲ μίσους, ihr habt so viel übrig, so reichlichen Haß gegen mich, Dem. 12, 7 (epist. Phil.); vgl. τούτοις δὲ τοσοῦτον περίεστιν, ὥςτε τοὺς ἠδικημένους προςσυκοφαντοῠσι, 55, 29, sie sind so übermüthig, sie wissen sich vor Uebermuth nicht zu lassen, wie οὐδ' ἐνταῠϑα ἔστη τῆς ὕβρεως, ἀλλὰ τοσοῠτον αὐτῷ περιῆν, 21, 17. Auch περίεστιν ὑμίν ἐκ τούτων, das habt ihr davon, das kommt davon, Dem. 13, 20, vgl. ep. 3 p. 643; τὰ περιόντα χρήματα τῆς διοικήσεως, der Ueberschuß, der nach Abzug der Ausgabe übrigbleibt, Cassenbestand, 59, 4, vgl. 18, 227. – Dah. ἐκ τοῠ περιόντος ταῠτα ποιῶ, aus Uebermuth, Dem. ep. 3 p. 643; ohne Noth, Luc. amor. 33 u. Plut. – Auch als Resultat, Endergebniß übrigbleiben, Plut. u. a. Sp.
-
54 περί-θῡμος
περί-θῡμος, sehr zornig; κατάραι Οἰδίποδος, Aesch. Sept. 706; περιϑύμως ἔχειν, sehr zornig sein, Her. 2, 162 (wie Plat. Tim. 87 e); aber 3, 50 lesen die mss. περὶ ϑυμῷ ἐχόμενος.
-
55 περι-πρωκτιάω
περι-πρωκτιάω, = τρυφερεύομαι ἐπὶ τῇ πυγῇ, σαυλοπρωκτιάω, Hesych.
-
56 περι-πρό
-
57 περι-προ-χέω
περι-προ-χέω (s. χέω), darum, darüber ausgießen, überströmen, Il. 14, 316.
-
58 περι-προ-βάλλω
περι-προ-βάλλω (s. βάλλω), rings vor Einem oder vorwärts werfen, legen, auch = περιβάλλω, Opp. Hal. 4, 657.
-
59 περι-προ-θέω
περι-προ-θέω (s. ϑέω), hervorgehen u. umlaufen, Opp. Hal. 2, 440.
-
60 περι-πρήθω
περι-πρήθω, poet. statt περιπίμπρημι, Qu. Sm. 11, 435.
См. также в других словарях:
περί — round about indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρι — περί round about indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περί — ΝΜΑ, με αναστροφή πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α πρόθεση η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για δήλωση τού αντικειμένου, τού θέματος για το οποίο γίνεται λόγος ή για το οποίο ενδιαφέρεται κάποιος), για, σχετικά με..., όσον … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
Περὶ ὄνου σκιᾶς. — (μάχεσθαι). См. Спорят: старик со старухой на зиму печку делят … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Περὶ τὸ στόμ’ ἐπέτοντο. — περὶ τὸ στόμ’ ἐπέτοντο. См. Ждать, чтоб жареные голуби в рот летали … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πέρι, Γιάκοπο — (Peri, Ρώμη 1561 – Φλωρεντία 1633). Ιταλός συνθέτης και τραγουδιστής. Αφού έκανε μουσικές σπουδές στη Φλωρεντία, έζησε στην αυλή των Μεδίκων ως τραγουδιστής, μουσικός και τέλος καμεράριος (1618). Ήταν εξέχον μέλος της φλωρεντικής καμεράτα· σ’… … Dictionary of Greek
περί — πρόθ., για … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περι- — α συνθετ. πολλών λέξεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πέρι, Ραλφ — (Perry, 1876 – 1957). Αμερικανός φιλόσοφος, εκπρόσωπος του νεορεαλισμού. Διετέλεσε καθηγητής στο Χάρβαρντ. Έγραψε διάφορα έργα τα σπουδαιότερα από τα οποία τιτλοφορούνται: Οι φιλοσοφικές τάσεις της σύγχρονης εποχής (1912), Νεορεαλισμός (1912) και … Dictionary of Greek
Πέρι, Τσαρλς Χιούμπερτ Χεν — (Parry, 1848 – 1918). Άγγλος μουσικοσυνθέτης, παιδαγωγός και μουσικολόγος. Διετέλεσε καθηγητής στο Βασιλικό Μουσικό Κολέγιο του Λονδίνου και ταυτόχρονα καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρωτοπόρους του… … Dictionary of Greek