-
1 περι-ΐπταμαι
περι-ΐπταμαι (s. ἵπταμαι), herumfliegen, περὶ τὸ πλοῖον, Arist. H. A. 5, 9.
-
2 συμ-περι-ΐπταμαι
συμ-περι-ΐπταμαι (s. ἵπταμαι), mit, zugleich, zusammen umherfliegen, Sp.
-
3 περιΐπταμαι
-
4 συμπεριΐπταμαι
συμ-περι-ΐπταμαι, mit, zugleich, zusammen umherfliegen
См. также в других словарях:
περιίπταμαι — ΝΜΑ πετώ επάνω και γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἵπταμαι «πετώ»] … Dictionary of Greek