-
1 πέρσειον
πέρσειον (which alsoGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέρσειον
См. также в других словарях:
περσίδιον — τὸ, Α [πέρσειον] μικρό πέρσειον* … Dictionary of Greek
1 πέρσειον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέρσειον
περσίδιον — τὸ, Α [πέρσειον] μικρό πέρσειον* … Dictionary of Greek