-
1 πέρσειον
πέρσειον (which alsoGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέρσειον
См. также в других словарях:
περσέϊνος — ίνη, ον, Α [περσέα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δέντρο περσέα … Dictionary of Greek
1 πέρσειον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέρσειον
περσέϊνος — ίνη, ον, Α [περσέα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δέντρο περσέα … Dictionary of Greek