-
1 περιιστημι
(aor. 1 περιέστησα, aor. 2 περιέστην - эп. περίστην, pf. περιέστᾰκα и περιέστηκα; pass.: aor. περιεστάθην - эп. περιστάθην)1) ставить кругом, расставлять кругом, располагать вокругπ. τινί τι Plat. — окружать что-л. чем-л.;μεγίστους κινδύνους π. τινι Polyb. — окружать кого-л. величайшими опасностями;π. κακά τινι Dem. — обрушивать на кого-л. несчастья;περιστησάμενος τῶν ξυστοφόρων κύκλον Xen. — расставив вокруг себя копьеносцев2) поворачивать, обращать, приводитьπ. τινὰ εἰς τοὐναντίον Plat. — приводить кого-л. к противоположному мнению;
π. λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας Plut. — направить обсуждение на разыскание причины;π. κύκλῳ Arst. — вращаться3) вменять, приписывать(τὰς συμφορὰς εἴς τινα Dem.)
4) (тж. π. κύκλῳ Her.) становиться вокруг, обступать, окружать(περίστησαν ἑταῖροι Hom.; ὄχλος περιεστώς NT.)
κῦμα περιστάθη Hom. — волны вздулись кругом;πολλὸς χορὸν περιΐσταθ΄ ὅμιλος Hom. — многолюдная толпа окружала хоровод;π. τῇ κλίνη Plat. — стоять вокруг ложа;π. λόφον στρατεύματι Xen. — окружить холм войском;φόβος περιέστη τέν Σπάρτην Thuc. — страх охватил Спарту;5) со всех сторон подступать, подбираться, угрожать6) приходить, переходитьἐνταύθα τὰ πράγματα περιέστηκε Isocr. — вот до чего дошло дело;
τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ Thuc. — случилось обратное тому, (чего ожидал Никий);περιέστηκεν ἥ πρότερον σωφροσύνη νῦν ἀβουλία φαινομένη Thuc. — то, что прежде было благоразумием, представляется теперь опрометчивостью;ἐς τύχας περιΐστασθαι Thuc. — становиться игралищем случайностей;περιστήσεται τὸ κράτος εἴς τι Plut. — власть перейдет к кому-л.7) отворачиваться (от), т.е. избегать(λυττῶντας κύνας Luc.; med.: τέν ἀφροσύνην Sext.; τὰς κενοφωνίας NT.)
-
2 εφιστημι
ион. ἐπίστημι (fut. ἐπιστήσω, aor. ἐπέστησα - тж. med., pf. ἐφέστηκα; для непереход. знач.: praes. ἐφίσταμαι, fut. ἐπιστήσομαι, aor. 2 ἐπέστην, pf. ἐφέστηκα)1) ставить, устанавливать, класть(τὸν κύλινδρον τῷ τάφῳ Plut.; οἱ λέβητες ἐπεστεῶτες Her.)
2) надстраивать, возводить(τεῖχος τείχει Thuc.; χελώνην ἐπὴ τῇ φρεατίᾳ Xen.)
3) воздвигать(πύργους ἐπὴ τῶν γεφυρῶν Plat.)
ἥ ἐκ μέσου ἐπισταθεῖσα ὀρθή Arst. — восстановленный из середины (основания) перпендикуляр4) расставлять, размещать(ἱππέας κύκλῳ τὸ σῆμα Her.; ὅρους ἐπὴ τέν οἰκίαν Dem.; τὰς ἱππηγοὺς ἐπί τινι Polyb.)
ἐπιστήσασθαι φρουρούς Xen. — расставить вокруг себя стражу5) приставлять, присоединятьτῷ βίῳ τῷ βεβιωμένῳ τέν μοῖραν ἐπιστήσειν πρέπουσαν Plut. — увенчать прожитую жизнь славным концом;
τέλος ἐπιστήσασθαι Plut. — положить конец6) нагонять, наводить, причинять(λοι μικήν τινα πολέμου διάθεσίν τινι Polyb.; κατάπληξίν τινι Diod.)
7) ставить (во главе), назначать(λοχαγούς Xen., δεσπότας καὴ ἄρχοντάς τινι, στρατηγὸν στρατοπέδῳ Plat. τινὰ ἐπὴ συμμάχων Polyb.; τινὰ ποιεῖν τι Arst.)
ἐ. τινὰ τέλει τινί Aesch. — возложить на кого-л. что-л.;ἐ. τινὰ ἐπιμελεῖσθαί τινος Isocr. — возложить на кого-л. заботу о чем-л.;ἐ. τινὰ τοῖς πράγμασι Isocr. — поставить кого-л. во главе дел;ἐπισταθεὴς τῇ περὴ τὸ σιτικὸν οἰκονομίᾳ Plut. — уполномоченный ведать продовольственным снабжением8) приставлять, назначать(ἐπὴ τοῖς παισὴ παιδαγωγοὺς θεράποντας Xen. и τοῖς παισὴ διδασκάλους Aeschin.; τινὰ φύλακά τινι Aesch., Plat., Plut.; κύνα ἐπὴ ποίμνην φυλάττειν Dem.)
9) (тж. ἐ. τέν γνώμην Isocr., τέν διάνοιαν Arst. и τὸν νοῦν Diod.) обращаться мыслью, уделять внимание, размышлять(κατά τι Isocr., περί τινος и περί τι Arst. и τινί Arst., Diod.)
10) останавливать, задерживать(τὸ στράτευμα Xen.; τέν ὁδόν Diod.; τέν φυγήν Plut.)
τὸν λόγον ἐπιστήσας Plut. — прервав свою речь;ἐ. τινὰ ἐπί τι Polyb. — останавливать чьё-л. внимание на чем-л.11) устанавливать, вводить(τὸν νόμον Arst.)
ἐ. τινὴ ἀγῶνα ἱππικόν Her. — учредить в честь кого-л. конные состязания12) устраивать, замышлятьἐφεστὼς σφαγῇ Eur. — задумавший убийство
(δίφρῳ, βηλῷ ἐπὴ λιθέῳ Hom.; πετρίνοις βάθροις Eur.; ἐπὴ τὰς σχεδίας Polyb.)
πυκνοὴ ἐφέστασαν ἀλλήλοισι Hom. — (данайцы) стояли сомкнутым строем (ср. 14);τὸ τοῦ γάλακτος ἐπιστάμενον Her. — верхний слой (отстоявшегося) молока, молочные сливки14) стоять сзади, т.е. напирать, теснить(Ἀχαιοὴ ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν Hom. - ср. 13)
15) подходить, приближаться, aor. и pf. подойти, (рядом, вблизи) стоять, находиться(πύλαις Aesch.; δόμοις Eur.; ἐπὴ τὰς πύλας и ἐπὴ τῇ πόλι Her.; ἐπὴ τοῖς προθύροις Plat.; εἰς τοὺς ὄχλους Isocr.; τῇ οἰκίᾳ τινός NT.)
ὅ καιρὸς ἐφέστηκε NT. — время настало16) публично выступать(ἐπέστη τῶν ἄλλων κατήγορος Aeschin.)
17) приступать(ἐπί τι Dem.)
18) останавливаться(ἐπιστήσας εἶπε Xen.)
ἐπορεύετο ἄλλοτε καὴ ἄλλοτε ἐφιστάμενος Xen. — он продвигался, делая от времени до времени остановки;περὴ οὖ ὅ λόγος ἐφέστηκε Arst. — то, на чем остановилось (наше) рассуждение;βραχὺ προπλεύσας ἐπέστη Polyb. — немного проплыв, он остановился;ἐπιστῆναι ἐπὴ τὰς θύρας Plat. — остановиться в дверях;τῶν νεῶν τινες ἐπέστησαν τοῦ πλοῦ Thuc. — некоторые из кораблей задержали свой ход;μικρὸν ἐπιστὰς ἀποθνήσκει Luc. — спустя короткое время, он умирает19) быть приставленным для охраны или наблюдения, стоять во главе(χρημάτων Eur.; προβατίοις Arph.; ἐπὴ τῆς πολιτείας Dem.)
οἱ ἐπεστεῶτες Her., ἐφεστηκότες Xen., Dem. и ἐφεστῶτες Arst. — начальники, власти20) являться, приключатьсяεὕδοντι ἐπέστη ὄνειρος Her. — спящему (Крезу) приснился сон;
πρίν μοι τύχη τοιάδε ἐπέστη Soph. — прежде чем со мной приключилось это событие
См. также в других словарях:
περιίστημι — ΝΜΑ (μέσ. μόνον στην οριστ. αορ.) περιέστην περιπίπτω περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ (α. «περιέστη σε αδιέξοδο» β. «τὰ πράγματα εἰς ὅπερ νυνὶ περιέστη» σ αυτό το σημείο που έχουν φτάσει τώρα τα πράγματα, Δημοσθ.) μσν. αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
περιστάδην — Μ επίρρ. περισταδόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περι στα τού περι ίστημι (πρβλ. επίρρ. στάδην) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. συστά δην)] … Dictionary of Greek
περισταδόν — Α επίρρ. 1. καθώς στέκεται κανείς κυκλικά, γύρω από κάτι, καθώς στέκεται ή έρχεται ολόγυρα («οἱ δὲ περιελθόντες πάντοθεν περισταδόν», Ηρόδ.) 2. από όλες τις πλευρές, από παντού («ἐβάλλοντο περισταδόν», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περι στα τού περι… … Dictionary of Greek
καταπεριίστημι — (Α) στέκομαι γύρω γύρω από όλες τις πλευρές, περιβάλλω, περικυκλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + περι ίστημι «στέκομαι γύρω γύρω»] … Dictionary of Greek
περιστατήρια — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπλάγχνα». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἵστημι] … Dictionary of Greek
Accentuation Du Grec Ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou … Wikipédia en Français
Accentuation du grec — ancien L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle… … Wikipédia en Français
Accentuation du grec ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou … Wikipédia en Français
περιιστάνω — και περιιστῶ, άω, Α περιίστημι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἱστάνω, μτγν. τ. τού ἵστημι] … Dictionary of Greek
περιστάσιον — τὸ, Μ το επάνω μέρος τών πλευρών τού πλοίου, η κουπαστή που προφύλασσε τους επιβάτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στάσιο(ν) (< στάτης < ἵστημι), πρβλ. μηχανο στάσιο] … Dictionary of Greek
συνιστώ — συνιστῶ, άω, ΝΜΑ, και συστήνω Ν, και συνίστημι ΜΑ, και συνιστάνω Α [ἵστημι / ἱστῶ] 1. ιδρύω, καταρτίζω, συγκροτώ, οργανώνω (α. «συνιστώ επιτροπή» β. «η επιτροπή συνεστήθη με προεδρικό διάταγμα» γ. «συνίστατο τοὺς πρώτους ἀγώνας», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek