-
1 περι-φείδομαι
περι-φείδομαι, schonen und übrig lassen; Ap. Rh. 1, 620; τινός, Plut. Luc. 3.
-
2 περιφείδομαι
См. также в других словарях:
περιφείδομαι — Α 1. δείχνω φειδώ και περισώζω ή διασώζω κάτι 2. προσέχω, αποφεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φείδομαι «προσέχω, διαφυλάττω»] … Dictionary of Greek
πονώ — πονῶ, έω, ΝΜΑ, πονάω Ν [πόνος] 1. αισθάνομαι σωματικό άλγος, έχω πόνους («μού πονάει το στομάχι») 2. θλίβομαι, λυπάμαι, υποφέρω ψυχικά («πόσον δοκεῖς πονοῡσιν, Ἔρως, ὅσους σὺ βάλλεις», Ανακρεόντ.) 3. προξενώ θλίψη, κάνω κάποιον να λυπηθεί («μέ… … Dictionary of Greek